Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

150. Ποιος είναι ο «σοφός»;

Την έννοια του σοφού την βρίσκουμε στους θρύλους και στα παραμύθια, με την μορφή σεβάσμιου γέροντα με μακριά άσπρη γενειάδα.
Έχουμε ακόμη τους «επτά σοφούς της αρχαιότητας» αλλά και τους λεγόμενους «σοφούς» νομισματολόγους ένας από τους οποίους ήταν και ο πάλαι ποτέ δάσκαλός μου, αείμνηστος Ξενοφών Ζολώτας.
Η γυναικεία σοφία εκπροσωπείται από την Αθηνά, θεά της σοφίας.
Στα ζώα, «σοφή» είναι η κουκουβάγια.
Κανείς δεν μπορεί να αυτοκληθεί «σοφός» και κανείς δεν θεωρεί κάποιον άλλο σοφό παρά μόνο πρόσκαιρα για να επισημάνει μια σωστή απόφασή του.
Ίσως "σοφός" να είναι ο επιστήμονας αλλά ποιος από όλους; Ο καθηγητής ή ο ερευνητής σε κάποιο μεγάλο πανεπιστήμιο; Ο Αϊνστάιν ή ο Χόκινγκ για παράδειγμα; Αφού πανεπιστήμονες, σαν τον Μέγα Βασίλειο, δεν υπάρχουν πια, κατά πόσο μπορεί να χαρακτηρισθεί σοφός κάποιος επιστήμονας που έχει μια βαθύτατη γνώση του αντικειμένου του αλλά τίποτε άλλο;
     Τελικά η λέξη "σοφός" έχει σχετική έννοια: είναι αυτός που γνωρίζει περισσότερα πράγματα από κάποιους άλλους. Για παράδειγμα, στους πρωτάνθρωπους, σοφός ήταν αυτός που ήξερε ποια φυτά είναι ακίνδυνα στην βρώση και ποια όχι, ή αυτός που μπορούσε να θεραπεύει με τα πρωτόγονα μέσα της εποχής του.
      Μολονότι κατά τον Ευριπίδη "σοφόν το σαφές", ο σαφής δεν θεωρείται αυτονοήτως σοφός.
(Εικονίζεται το έργο μου "Γλαύξ" από την συλλογή "Όστρακα")

149. Η ανδρική…φούστα

Διαβάζω στον τύπο ότι, δειλά-δειλά κάνει την εμφάνισή της και η ανδρική…φούστα!
    
Άραγε, με ανδρικό ή γυναικείο εσώρουχο φοριέται, από κάτω; 
    
Ή μήπως με τίποτε, όπως υπαγορεύει η παράδοση στις σκωτσέζικες κιλτ;

148. Η βόμβα και τα...σκόρδα

Βρισκόμαστε σε πόλεμο. Η ανεργία, όπως η βόμβα νετρονίου, σκοτώνει τους ανθρώπους και αφήνει τα κτίρια ανέπαφα. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να προτιμώ τα Ελληνικά προϊόντα, κι ας μην είναι πάντοτε τα καλλίτερα ή τα φθηνότερα.
Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν όταν διαπίστωσα ότι σκόρδα βρίσκεις μόνο Κινέζικα! Έκτοτε κυνηγώ τα Ελληνικά προϊόντα, από τα λίγα που κυκλοφορούνε πια στην αγορά.   
Επί πλέον, καλλιεργώ, σε γλάστρα, τα δικά μου σκόρδα. Έτσι, για το γινάτι...

147. Τα γυρίσματα του καιρού (και των...κοστουμιών)

    Είναι, λέει, της μόδας το up-cycling, τουτέστιν, η επαναχρησιμοποίηση ρούχων που διαφορετικά θα κατάληγαν στα σκουπίδια. Μα, αυτό είναι μέρος της Ελληνικής παράδοσης. Μέχρι πριν κάποια χρόνια:
               Τα μικρότερα αδέλφια ντύνονταν με τα ρούχα των μεγαλύτερων.
                  Με το μαλλί που ξήλωναν από τα τριμμένα πουλόβερ έπλεκαν νέα.  
            Παλιά ρούχα σε λωρίδες γίνονταν περίφημες κουρελούδες.       
                     Υφάσματα κομμένα σε παραλληλόγραμμα και ραμμένα μεταξύ τους έκαναν τις πολύχρωμες  «μπάντες», που κρεμούσαν στον τοίχο, πάνω από το κρεβάτι, (το αμερικάνικο patchwork).
·                         Οι μανταρίστρες «έπιαναν» του φευγάτους πόντους στις γυναικείες κάλτσες.
·                         Οι ράφτες «γύριζαν» τα κοστούμια το μέσα-έξω και τα έκαναν καινούργια.
Η      Η κοινωνία της αφθονίας που ακολούθησε, απαιτούσε την άμεση αντικατάσταση των ρούχων, στην παραμικρή φθορά.
Όμως, όπως αποδείχτηκε, «έχει ο καιρός γυρίσματα»...

146. Σύγχρονη Παναγία

    Πλατεία ορεινού χωριού της Ευρυτανίας. Πρωτομαγιά, πάνε χρόνια. Μακρινό, απανωτό  κορνάρισμα. Καταφθάνει από ψηλά αγροτικό φορτηγάκι. Αναίσθητος ο ματωμένος έφηβος, στην αγκαλιά της μάνας. «Σε μια στροφή, άνοιξε η πόρτα και πετάχτηκε έξω» εξηγεί ο πατέρας, απόπληκτος. Ξαπλώνουν τον νέο σε τραπέζι. Ο γιατρός της παρέας τον εξετάζει. Η δόλια μάνα, αλλόφρων, ξυπόλυτη, παραμιλά. Την οδηγώ στην κρήνη και πλένω τα ματωμένα χέρια της. Ο γιατρός, με τα μάτια, μού κάνει νεύμα. Κατάλαβα. «Στο νοσοκομείο...ίσως…» ψελλίζει. Το φορτηγάκι φεύγει με φόρα για την πόλη.
     Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στη θέση της Παναγίας μπροστά στον σταυρό, βλέπω εκείνη την άγνωστη μάνα. Και στο «γλυκύ μου έαρ» το πρόσωπο του γιου της. Μόνο, που για εκείνη, δεν υπήρξε ανάσταση…
(Εικονίζεται το έργο μου "Βρεφοκρατούσα" από την συλλογή "Όστρακα")

145. Ο ΛΗΣΤΗΣ

Ο ΛΗΣΤΗΣ
(Assembling art)

Ο ανθρωπομορφισμός του τιρμπουσόν, με την περιορισμένη κίνηση των "χεριών" μόνο σε ένα επίπεδο, μου έδωσε την ιδέα να κάνω μια σειρά από σχετικά έργα.
Στο συγκεκριμένο, ένα τιρμπουσόν με τα "χέρια" στην έκταση θυμίζει φιγούρα που χορεύει ζεϊμπέκικο. Τοποθετημένο όμως επάνω σε δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού, η θεματική του αλλάζει άρδην: παραπέμπει σε εσταυρωμένο. Η αυτολογοκρισία μου τον ονόμασε Ληστή και όχι Ιησού.  
Το μαύρο φόντο προσθέτει δραματικότητα στη σκηνή. 
Ο κωνικός φελλός, κάτω, θυμίζει τον λόφο του Γολγοθά.
Το ημικύκλιο που διακρίνεται στη βάση συμβολίζει την υφήλιο, (που παραπέμπει στην οικουμενικότητα) ενώ το αχνό πράσινο χρώμα του, μέσα από τον ζόφο της σκηνής, στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας για την ανθρωπότητα.

144. Διαχωρισμός καλλιτέχνη και έργου

    Η αποκάλυψη των σκοτεινών πλευρών του χαρακτήρα ή της συμπεριφοράς ενός καλλιτέχνη που θαυμάζω με ενοχλεί και με πληγώνει. Σε σημείο που αμβλύνει την απόλαυση που παίρνω από το έργο του.
    Ύστερα από σκέψεις και προβληματισμούς αποφάσισα να ορθώνω τείχη ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο δημιούργημά του. Τους βλέπω σε ανεξαρτησία μεταξύ τους. Έτσι προστατεύω εκείνον, το έργο του αλλά κι εμένα!

143. ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ

ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ
(Assembling art)
    Όλα άρχισαν με ένα βότσαλο που βρήκα στην ακροθαλασσιά με δύο φυσικά βαθουλώματα. Μου θύμισε κεφάλι εξωτικού όντος. Ο συνειρμός "εξωτικός-εξωγήινος" ήταν εύκολος.
   Χρειαζόμουν όμως ένα σώμα ασυνήθιστο, που να ταιριάζει σε εξωγήινο. Στην αποσυρραπτική συσκευή βρήκα αυτό που γύρευα. 
   Ωραία ως εδώ. Πού θα έβαζα όμως τον φίλο μου να στέκεται; Δεν είναι εύκολο να βρεις μια βάση που να ταιριάζει σε έναν εξωγήινο!
   Την λύση μου έδωσε ένα άλλο περίεργο βότσαλο γεμάτο με φυσικά βαθουλώματα, που αγνοώ πως έγιναν.  Μοιάζει με βράχο στον Άρη.
   Η όλη σύνθεση με παραπέμπει στον "Μικρό Πρίγκηπα" του Σαιντ-Εξυπερύ, καβάλα στο άστρο του.  

142. Διώκτης και διωκόμενος

    Όταν ακούω το ρατσιστικό σύνθημα «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» αναρωτιέμαι ποιος είναι ο πραγματικός αποδέκτης του, ο διωκόμενος μετανάστης ή ο διώκτης του με το ρόπαλο;

141. Το χυμένο γάλα

Αμέσως μετά την κρίση (ορθότερα, μετά την γνωστοποίησή της, αφού η κρίση προϋπήρχε) δεν περνάει μέρα που να μην διαβάσουμε στα ΜΜΕ κάτι για τις τεράστιες σπατάλες του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των ΔΕΚΟ.
Αλήθεια, πόσα πράγματα θα μπορούσαμε να είχαμε περισώσει, ενδεχομένως, αν όλες αυτές οι αποκαλύψεις γίνονταν από τους δημοσιογράφους, πολύ πριν από την κρίση;
Τώρα, κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα, προσπαθώντας να περιμαζέψουμε κάποια υπολείμματα.

140. Η τέχνη στη ζωή

   Προσπαθώ να φαντασθώ πως θα ήταν η ζωή χωρίς τέχνη.
Χωρίς τραγούδι, χορό, ποίηση, θέατρο, λογοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική, μουσική.
   Δεν θα ήθελα να ζω σε ένα τέτοιο κόσμο.

139. Καλή άνοιξη!

Η άνοιξη κάνει ολοένα και πιο πολύ αισθητή την παρουσία της, κυρίως με τις μυρωδιές από τα άνθη των δένδρων.  
Αλήθεια, γιατί λέμε "καλό καλοκαίρι", "καλό χειμώνα", "καλό φθινόπωρο" αλλά ποτέ "καλή άνοιξη";
Πρωτοτυπώντας, εύχομαι "Καλή Άνοιξη"!

138. Η απεργία των ΜΜΕ

     Ομολογώ ότι η πρόσφατη τετραήμερη απεργία των ΜΜΕ καθόλου δεν με χάλασε. Τουναντίον, ηρέμησα. Τέτοια χαλάρωση είχα να νιώσω από την…προηγούμενη απεργία τους.
     Το ίδιο πράγμα μπορεί να ειπωθεί με εκατό διαφορετικούς τρόπους. Τα ΜΜΕ όμως συναγωνίζονται ποιο θα βρει τον πιο τρομακτικό για να το σερβίρει. Τι να πρωτοθυμηθώ;
   Την «δρακουλίστικη» μουσική υπόκρουση (!) που συνοδεύουν κάποιες τηλεοπτικές ειδήσεις λες και βλέπουμε ταινία γκραν γκινιόλ;
   Τις στερεότυπες φράσεις και λέξεις που έχουν επιλεγεί επίτηδες για να ενσπείρουν τον τρόμο; Π.χ. «Φωτιά και λάβρα οι τιμές», «Νέο χαράτσι» «Πέθανε από την επάρατη νόσο» «AIDS η μάστιγα του αιώνα», «Στο στόχαστρο μπήκε ο …», «Καυτοί», «Σοκ».
     Επιλέγω στην τύχη από πρόσφατα πρωτοσέλιδα:
«Νέο σοκ στις ΔΕΚΟ» (Βραδυνή)
«Βόμβα 8 δισ. διαλύει μισθούς» (Τύπος της Κυριακής)
«Θηλιά οι αυξήσεις επιτοκίων» (Μετρό)
«Αγωνία για τον Φώτη» (Εσπρέσο)
«Παράλυτη η κυβέρνηση οδηγεί την χώρα στον όλεθρο» (Αυριανή)
     Βεβαίως ιστορικό έχει μείνει το πρωτοσέλιδο εφημερίδας πριν από πολλά χρόνια, σε άψογο δεκαπεντασύλλαβο: «Την έπνιξε, την έκαψε, την πέταξε στο ρέμα».
     Kάποτε βρέθηκα καλωδιωμένος με ένα μηχάνημα που μετρούσε το άγχος, συλλαμβάνοντας την ανεπαίσθητη εφίδρωση των δαχτύλων.
Τα αποτελέσματα με εξέπληξαν: όταν σκεφτόμουν, σύμφωνα με τις οδηγίες, την φλόγα στο τζάκι ή τις πάπιες στην λίμνη, ο δείχτης κατέβαινε. Αντίθετα, ορθωνόταν όταν σκεφτόμουν την διάβαση δρόμου από φανάρι ή την μύτη ενός μολυβιού. Χτύπησε όμως κόκκινο όταν φαντάστηκα πως έβλεπα ειδήσεις στην τηλεόραση!
     Υπομονή μέχρι την επόμενη απεργία των ΜΜΕ.

137. Οι εκνευριστικοί «ανώνυμοι» που τηλεφωνούν

   Με εκνευρίζουν κάποιοι  που τηλεφωνούν λέγοντας:
«Γεια σου, τι κάνεις;», οπότε με υποχρεώνουν να ρωτήσω
«Ποιος είναι;»  λες και είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίζω από τις πρώτες λέξεις την άγνωστη φωνή, την ώρα μάλιστα  που ήμουν απασχολημένος με κάτι.   
Πιο αστεία είναι η συνέχεια του διαλόγου:
«Έλα, ο Γιάννης είμαι»
«Ποιος Γιάννης;» ξαναρωτώ, προσπαθώντας να αναγνωρίσω την φωνή του συγκεκριμένου Γιάννη, ανάμεσα στους σαράντα Γιάννηδες που ξέρω.
«Ο Γιάννης, ο Τάδε είμαι, δεν με γνώρισες;» με ρωτά απορημένος και ελαφρώς παρεξηγημένος. 
«Έλα, βρε Γιάννη, εσύ είσαι; Και γιατί δεν είπες από την αρχή το όνομά σου;» τον ερωτώ προσπαθώντας με τα δόντια να κρύψω την τσαντίλα μου.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι,  εκ μέρους τους, εκδήλωση αφέλειας, βλακείας, αγένειας, έλλειψης διακριτικότητας ή εγωπάθειας.
Όταν τηλεφωνώ, ακόμη και σε κολλητούς φίλους, λέω πρώτα το ονοματεπώνυμό μου. Αν είναι απασχολημένοι, το μόνο δεν θα ήθελαν είναι ένας σουρεαλιστικός διάλογος, σαν και τον πιο πάνω.
      Το ίδιο κάνω και όταν συναντώ κάποιο γνωστό. Εκείνη την στιγμή ίσως  ξεχνά το όνομά μου, όπως συμβαίνει συχνά με εμένα. Έτσι, τον βγάζω προκαταβολικά από την δύσκολη θέση.

136. Οι βλάκες στις κωμωδίες

    Ο συνηθισμένος ήρωας μιας εύκολης κωμωδίας είναι ο βλάκας ή ο αφελής.
    Οι πραγματικά έξυπνες κωμωδίες όμως δεν έχουν βλάκες αλλά έξυπνους ήρωες.

135. H δημοφιλέστερη φαντασίωση

Η συνηθέστερη φαντασίωση είναι η ζωή σε ένα ερημονήσι, είτε κατά μόνας, σαν τον Ροβινσόνα Κρούσο, είτε με ένα δεύτερο πρόσωπο, αντιθέτου φύλου.
Μολονότι η φαντασίωση αυτή είχε αντίκρισμα κάποτε, όταν υπήρχαν ακόμη ανεξερεύνητα ερημονήσια που μπορούσαν να φιλοξενούν ναυαγούς, χαμένους για χρόνια, συνεχίζει να είναι δημοφιλής στις μέρες μας.
     Το θέμα αυτό έχει τροφοδοτήσει με υλικό άπειρες γελοιογραφίες, ανέκδοτα, την λογοτεχνία (με κλασσικό παράδειγμα τον Κρούσο) αλλά και κινηματογραφικές ταινίες, με πιο πρόσφατη εκείνη με τον Τομ Χανκς. Πράγμα που αποδεικνύει την οικουμενικότητα της φαντασίωσης αυτής.

134. ΓΛΑΥΞ

ΓΛΑΥΞ (κουκουβάγια)
(Assembling art)


Μερικές φορές μένω και ο ίδιος έκπληκτος με το αποτέλεσμα της σύνθεσης ελάχιστων, σε αριθμό, οστράκων.
Εδώ, άρχισα με την ομοιότητα με μάτια, που έχουν το πίσω μέρος των θαλάσσιων σαλιγκαριών. Η κοχλιοειδής καφετιά γραμμή που αρχίζει από την "ίριδα", μου θύμισε κουκουβάγια. Δεν είχα παρά να βρω ένα "σώμα" που να θυμίζει πουλί. Το τέταρτο όστρακο, στην βάση, θα μπορούσε να λείπει αλλά προσδίδει αρμονία στο σύνολο.
Η επιγραφή "Άρτι κομισθείσα εις Αθήνας" είναι ένα λογοπαίγνιο που παραπέμπει στην γνωστή, και σήμερα, αρχαία φράση "κομίζει γλαύκα εις Αθήνας", (δηλαδή, "δεν μας λέει τίποτε νέο"), αφού η αρχαία πόλη φιλοξενούσε πολλές κουκουβάγιες.

133. "Η πρώτη φορά" (βραβευμένο διήγημα) 4/4

(συνέχεια από εχθές)
Όταν βγήκε στο σαλονάκι, ο Σταμάτης είχε γίνει άφαντος. Από τότε, μολονότι συνέχιζαν να κάνουν παρέα, όπως παλιά, δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό το θέμα.
Τέλειωσε το γυμνάσιο, μπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων του Ασπρόπυργου κ’ έγινε καπετάνιος. Γνώρισε πολλές γυναίκες αλλά ποτέ δεν κώλωσε στην πρώτη φορά μαζί τους. Η ανάμνηση της πρώτης του επιτυχίας του έδινε αυτοπεποίθηση. Ας είναι καλά εκείνη. Τις πόρνες τις σεβότανε για το λειτουργημά τους. Τις θεωρούσε “μάνες των προλετάριων του έρωτα” όπως συνήθιζε να λέει. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τις αποκάλεσε με το κοινό τους όνομα, που τό ’βρισκε φορτωμένο υποκριτικά με καταφρόνια.
Ύστερα από χρόνια, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ρισκάρει όλες του τις οικονομίες και να αγοράσει ένα παλιό γκαζάδικο. Με πολλή δουλειά και μπόλικη τύχη, αυγάτιζε το στόλο του. Το ένα πλοίο έγινε δύο, τα δύο τέσσερα κι έτσι βρέθηκε να έχει σήμερα ένα σύγχρονο στόλο δεκαοχτώ βαποριών. Τον Σταμάτη τον είχε από χρόνια Αρχιμηχανικό.
Το κτίριο αυτό τό ’χτισε μόνος του, αγοράζοντας το οικόπεδο με το εγκαταλειμμένο από χρόνια μπαρ, για να στεγάσει την εταιρεία του. Τα εγκαίνια έγιναν πριν από δυο βδομάδες και οι χώροι μυρίζανε ακόμα μπογιές. Από το δικό του γραφείο, που κάλυπτε ολόκληρο τον τελευταίο όροφο, έβλεπε από το μπαλκόνι το ερειπωμένο πια σπίτι με τη μισογκρεμισμένη κεραμιδένια σκεπή και τα κουφώματα που έχασκαν.
«Κύριε Χρυσοβέργη, η κυρία Δωροθέα που ζητήσατε να δείτε, ήλθε. Μπορεί να περάσει;» τον έβγαλε από τις αναμνήσεις η φωνή της γραμματέως του στο εσωτερικό τηλέφωνο.
Η κυρία Δωροθέα ήτανε η ηλικιωμένη κυρία που έφτιαχνε και σερβίριζε τους καφέδες στους επισκέπτες του. Του την είχε συστήσει μια φίλη της γυναίκας του, πριν από έξι χρόνια, γιατί, παρά την προχωρημένη ηλικία της, είχε ανάγκη να δουλέψει. Μόλις την είδε την προσέλαβε αμέσως. Ζούσε μόνη της στη Δραπετσώνα. Όμως, γέρασε πια και δεν είχε άλλα κουράγια να συνεχίσει τη δουλειά.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε. Ήταν λεπτή, ντυμένη με αξιοπρέπεια και μαλλιά βαμμένα λουλακί όπως συνηθίζουν οι γυναίκες της ηλικίας της. Παρά τα χρόνια της, έδειχνε ότι στα νιάτα της ήταν ωραία γυναίκα. Εκείνος έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου ένα παχύ φάκελο.
«Κυρία Δωροθέα, αυτά είναι για σένα» της είπε και της τον έδωσε. «Κι όπως είπαμε! Κάθε μήνα θα σου στέλνω ένα επίδομα. Κι ό,τι πρόβλημα έχεις, σε εμένα θα το λες».
 «Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριε Χρυσοβέργη» του αποκρίθηκε εκείνη ενώ δάκρυα ευγνωμοσύνης πλημμύρισαν τα μάτια της. Τότε τα πρόσεξε καλλίτερα. Όσο γερνούσε, το γαλαζωπό μάτι γινότανε περισσότερο πράσινο και το πρασινωπό περισσότερο γαλάζιο…

                                                (Τέλος)

132. "Η πρώτη φορά" (βραβευμένο διήγημα) 3/4

(συνέχεια από εχθές)
Οι δυο φίλοι εξαντλήσανε τη Φίλωνος και αρχίσανε τη Νοταρά. Εκείνος είχε αρχίσει να ιδρώνει. Λίγο η ανοιξιάτικη λιακάδα, λίγο το κουστούμι που ήταν ολόμαλλο, αλλά πιο πολύ η αγωνία. Θα εύρισκαν μια όπως την ήθελαν; Πώς θα την πλησιάζανε; Τι θα της λέγανε; Και ύστερα, τι θα γινότανε; Πως θα ήταν; Θα τα κατάφερνε;
Με τα πολλά, βρήκανε μια του γούστου τους. Καμιά εικοσιπενταριά χρονώ με σοβαρό αλλά γλυκό πρόσωπο κι ωραίο κορμί. Όπως είχανε  συνεννοηθεί, την εξήγηση θα την έκανε ο Σταμάτης, καθότι πιο έμπειρος. Ο Σταμάτης δείλιασε για μια στιγμή. Όμως, μάζεψε τα αποθέματα του κουράγιου του και την πλησίασε, ακολουθούμενος από ’κείνον. Στήθηκε απέναντι της με τόνα χέρι στη τσέπη και τη ρώτησε με ύφος μάγκικο και βαρύ:
«Πόσα;». Εκείνη, που κατάλαβε ότι είχε να κάνει με πρωτάρηδες, που κάνανε μπαμ από δυο χιλιόμετρα μακριά, απάντησε απλά:
«Τριανταπέντε δραχμές».
Ο ένας πίσω από τον άλλο, μ’ εκείνη μπροστά, προχωρήσανε στο διάδρομο. Εκείνος πρόλαβε να δει στο κουδούνι το όνομα «ΝΤΟΡΑ».
Ανεβήκανε την ξύλινη σκάλα που έτριζε και φθάσανε σ’ ένα μικρό σαλονάκι που βρώμαγε μπαγιάτικη τσιγαρίλα. Όπως είχανε συμφωνήσει, πρώτος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα ο Σταμάτης. Όσο εκείνος περίμενε στο σαλονάκι τόσο ανέβαινε η αγωνία του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να τηνε κάνει κοπάνα αλλά τον συγκράτησε το φιλότιμο. Άραγε τι να γινόταν τώρα μέσα; Έστησε αυτί και άκουσε το  γρούτσου-γρούτσου που έκανε το κρεβάτι.
Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και φάνηκε εκείνη με το κομπινεζόν. «Ξέρεις, ο φίλος σου δεν τα κατάφερε» τον πληροφόρησε. Πάγωσε. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα για να γδυθεί ενώ ο Σταμάτης ντυνότανε με σπασμωδικές κινήσεις.
«Τι έγινε, ρε Σταμάτη;» ψέλλισε.
«Φτου, ρε γαμώ τη μπουτάνα μου, τίποτε δεν έγινε, θα στα πω μετά» του απάντησε όλο τσαντίλα και βγήκε από το δωμάτιο.
Έμεινε μόνος δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι, φορώντας μόνο το εσώρουχο.
«Βγάλτο κι αυτό» την άκουσε να του λέει μαλακά ενώ έκλεινε την πόρτα πίσω της. Πέταξε το ρούχο της σε μια καρέκλα και τον πλησίασε. Εκείνος σάστισε ακόμη πιο πολύ. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε γυναίκα ολόγυμνη.
«Ξέρεις, είμαι πρωτάρης…» της είπε ξέπνοα, για να καλύψει εκ των προτέρων την απειρία του αλλά και μια ενδεχόμενη αποτυχία.
«Αυτό, άστο σε μένα!» του αποκρίθηκε εκείνη μ’ ένα γλυκό χαμόγελο την ώρα που τον έπαιρνε στην αγκαλιά της. 
Σ’ αυτό το κρεβάτι πλάγιασε αγόρι και σηκώθηκε άντρας. Μια άγρια χαρά φούσκωσε τα στήθη του. «Τα κατάφερα, τα κατάφερα» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Αισθάνθηκε μια βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη γυναίκα.
Την ώρα που την πλήρωνε, είδε πως είχε δυο ωραία γαλαζοπράσινα μάτια. Πρόσεξε όμως πως το ένα ήταν λίγο περισσότερο πράσινο και το άλλο λίγο περισσότερο γαλάζιο.

                                                 (Αύριο, το τέλος)

131. "Η πρώτη φορά" (βραβευμένο διήγημα) 2/4

(συνέχεια από εχθές)
     Εκείνος ερχότανε για χάζι. Άλλoτε μόνος κι άλλοτε παρέα με κάποιο φίλο. Ξυρίζανε το χνούδι στα μάγουλα και στο μουστάκι, φοράγανε τα καλά τους κι αρχίζανε το πήγαιν’ έλα.
     Πρώτα πιάνανε τη Φίλωνος και μετά τη Νοταρά, που ήσανε σαν πεζόδρομοι. Ο κόσμος περπάταγε στο οδόστρωμα μιας και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσανε τότε ήσανε λίγα. Οι γυναίκες, βαμμένες έντονα και προκλητικά, έστεκαν μισόγυμνες στην πόρτα του σπιτιού ή βγαίνανε στα παραθύρια, όταν δεν είχανε μέσα πελάτη. Θυμότανε κάποια μελαχρινή που μικρόδειχνε, με μπλε σχολική ποδιά και άσπρο γιακαδάκι, τάχα μαθητριούλα. “Προωθημένες τεχνικές μάρκετινγκ” σκέφθηκε χαμογελώντας.
     Κάποιες φορές τολμούσε να δρασκελίσει το κατώφλι της μονίμως ανοιχτής εξώπορτας ενός σπιτιού και να προχωρήσει στα ενδότερα, ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Στο φτηνό σαλονάκι, άντρες κάπνιζαν καθισμένοι στις καρέκλες, κολλημένες στους τοίχους, η μια δίπλα στην άλλη. “Σαν αίθουσα αναμονής στον οδοντογιατρό!” ξανασκέφθηκε και χαμογέλασε πάλι.
     Κάθε λίγο, άνοιγε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας κι έβγαινε ένας πελάτης ενώ τον ακολουθούσε μισόγυμνη η “οικοδέσποινα” εκθέτοντας τα κάλλη της. Οι πιο πολλοί, με το που την έβλεπαν, σηκώνονταν και φεύγανε για να πάνε στο πάρα κάτω σπίτι. Άλλοι γιατί δεν τη βρίσκανε του γούστου τους κι άλλοι γιατί, όπως αυτός, είχαν έλθει για χάζεμα. Φάτε μάτια ψάρια…Ύστερα από κάνα δυο ακόμη τέτοιες επισκέψεις, τα μάζευε και γύρναγε σπίτι.
    Ώσπου, κάποια μέρα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα προχωρούσε στο παρασύνθημα! Κανόνισε με τον κολλητό του, το Σταμάτη, την επομένη Κυριακή να κατέβουνε μαζί. Ο Σταμάτης δούλευε σε μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε στον “Προμηθέα” για μηχανικός στα καράβια. Είχε πάρει ήδη το “βάπτισμα του πυρός”, γιατί είχε ξαναπάει μια φορά, έτσι έλεγε. 
     Μπανιαρίστηκε στη σκάφη, στο πλυσταριό, και τρίφτηκε με παχιά σαπουνάδα από πράσινο σαπούνι. Ξύρισε τις τρίχες στο πηγούνι με τη μηχανή του πατέρα του και φόρεσε το πρώτο και μοναδικό κουστούμι του, που είχε ράψει, με δόσεις, ο ράφτης της γειτονιάς. Χτενίστηκε προσεχτικά στύβοντας λίγες σταγόνες λεμόνι στην τσατσάρα για να στέκονται τα μαλλιά, έριξε στη τσέπη το χαρτζιλίκι δύο εβδομάδων που μάζευε γι’ αυτό το σκοπό και στήθηκε στη στάση του τραμ περιμένοντας το Σταμάτη.
     Κατεβήκανε στο τέρμα, στην πλατεία του ηλεκτρικού κι’ από κει περπάτησαν, παραλιακά, μέχρι την Τερψιθέα.
    Όπως συνήθως, αρχίσανε το σουλάτσο από τη Φίλωνος. Περπατούσανε ρίχνοντας ερευνητικές ματιές στις κοπέλες που κάνανε μόστρα στα πορτοπαράθυρα. Τις πιο πολλές τις βρίσκανε όμορφες αλλά κάπως, ας πούμε, άγριες. Έψαχναν για κάποια πιο γλυκιά, πιο ήρεμη, πιο καλοσυνάτη.
     Ένα κλάξον, που ακούστηκε πίσω, τούς έκανε να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Ήτανε μια μαύρη κούρσα, σεβρολέτα. Μπροστά δυο κουστουμάτοι και πίσω δυο καλοντυμένες κυρίες με μαύρα γυαλιά, που κοιτάζανε με περιέργεια, αριστερά δεξιά, χασκογελώντας πονηρά. Μόλις τις πήρανε χαμπάρι οι γυναίκες στα σπίτια τις πλάκωσαν στο βρισίδι. Κράξιμο άγριο, που μέχρι βαρκάρηδες θα έκανε να κοκκινίσουν. Το αυτοκίνητο έσπευσε να στρίψει  στον πρώτο δρόμο και να εξαφανιστεί.

                                      (Αύριο, η συνέχεια)

130. "Η πρώτη φορά" (βραβευμένο διήγημα) 1/4

Το διήγημά μου αυτό, πήρε το Α' βραβείο Διηγήματος 2005, που οργάνωσε η Φιλολογική Στέγη Πειραιά, με θέμα τον Πειραιά. 

"Πόρνη, μάνα
 των προλετάριων
 του έρωτα" 
 (Α.Γ.)

«Κύριε Χρυσοβέργη, σας συνδέω με τον κύριο Μαντζαβίνο, τον διευθυντή της  Ναυτιλιακής Τράπεζας», ακούστηκε η φωνή της γραμματέως του από το εσωτερικό τηλέφωνο.
Συζήτησε για λίγο με τον τραπεζίτη τους όρους του δανείου που θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή των έξι δεξαμενόπλοιων που είχε παραγγείλει στo ναυπηγείο της Hyundai.
Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έριξε μια ματιά στο χρυσό επιτραπέζιο ρολόι του γραφείου του, δώρο της Μέλπως, της γυναίκας του. Περασμένες εφτάμιση.
Ζαλισμένος από την ένταση της δουλειάς, όλη μέρα, σηκώθηκε από το γραφείο του και βημάτισε αργά μέχρι την μπαλκονόπορτα για να πάρει μια ανάσα και να ξεμουδιάσει. Έδεσε τα χέρια πίσω από τον σβέρκο κι έμεινε τεντωμένος για λίγα δευτερόλεπτα, απολαμβάνοντας την ευεξία που του χάριζαν οι τσιτωμένοι μύες της πλάτης.
Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα. Η ανοιξιάτικη θαλασσινή αύρα που ερχόταν από την Ακτή Μιαούλη πλημμύρισε το μεγάλο γραφείο διώχνοντας τον ξερό αέρα του κλιματισμού. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι αμέσως ένιωσε καλλίτερα. Ο ήλιος έστελνε τις τελευταίες ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια, πριν σβήσει στα βουνά της Κούλουρης, σαν μια κουταλιά βούτυρο που αργολιώνει σε ζεστό τηγάνι. Το είδωλό του καθρεφτίστηκε στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Ψηλός, γεροδεμένος, “καλοστεκούμενος” όπως θα έλεγε κι η μακαρίτισσα η μάνα του, παρά τα εξήντα του χρόνια.
Από τον έβδομο όροφο που βρισκότανε, κοίταξε κάτω. Η κίνηση στη Νοταρά άρχισε να αραιώνει. Οι υπάλληλοι από τις γύρω ναυτιλιακές εταιρίες και τράπεζες είχαν σχολάσει από ώρα. Το μάτι του έπεσε στο ερειπωμένο δίπατο σπίτι που έστεκε ξεχασμένο ανάμεσα στα ψηλά γυάλινα κτίρια.
Η σκέψη του τον ταξίδεψε σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Τότε που, δεκαπεντάχρονο παλικαράκι, κατέβαινε συχνά τις Κυριακές με το τραμ απ’ τα Ταμπούρια στην Τρούμπα.
Τρούμπα. Λέξη φορτισμένη σαν ηλεκτρικό καλώδιο μ’ έντονο ερωτισμό ανάκατο με αμαρτία. Έβαζε μπουρλότο στη φαντασία των στερημένων αγοριών της εποχής, μιας και κορίτσια βλέπανε μόνο με το κιάλι. Ακόμα και τ’ όνομα του σχολείου του “Ε΄ Γυμνάσιον Αρρένων Πειραιώς” διατυμπάνιζε τη θηλυκή ξεραΐλα.
Μόνη διέξοδος, για τους πιο θαρραλέους, η Τρούμπα. Την ορίζανε κυρίως δυο παράλληλοι δρόμοι. Η Φίλωνος κι η Νοταρά. Απ’ την αρχή τους, στην Τρικούπη, μέχρι τη Μπουμπουλίνας. Αριστερά και δεξιά τους τα χαμηλά σπίτια και τα καμπαρέ. Κι ακόμη, το αστυνομικό τμήμα, το βενζινάδικο, τα φτηνά ξενοδοχεία, οι σινεμάδες, το “Ηλύσια” και το “Φως”. Πιο πέρα, τα σκαλάκια της Τερψιθέας. Αντρόκοσμος κάθε ηλικίας από τον Πειραιά, την Αθήνα και την επαρχία, ξέμπαρκοι ναυτικοί, φαντάροι, παπατζήδες, μικροπωλητές, ο λούστρος ο μουγκός και, κάθε τόσο, οι ναύτες του έκτου αμερικάνικου στόλου. Την Τρούμπα περίζωναν τα μαγαζιά, τα γραφεία και τα σπίτια, όπου  ζούσε και δούλευε ο ευυπόληπτος κόσμος.
Έτσι, η Τρούμπα ήτανε ένα “κράτος εν κράτει” με τους δικούς του νόμους και τη δική του ηθική. Κάτι σαν το Βατικανό, να πούμε.

                                  (αύριο, η συνέχεια)

129. Tο εφηβικό γέλιο

Θυμάμαι τα πρόσωπα των συμμαθητών μου, στο γυμνάσιο. Χαμογελαστά, έτοιμα ανά πάσα στιγμή, για γέλια ή χάχανα. Τα βλέπω και τώρα στο σύλλογο των  αποφοίτων. Εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα δεν υπάρχει. Έχει είτε εξαφανισθεί είτε αμβλυνθεί. 
      Βλέπω τον γιο μου και τους φίλους του. Καμαρώνω κρυφά το εύκολο και γάργαρο γέλιο τους. Φοβάμαι την μελλοντική του τύχη. Θα τους συμβουλεύσω να το κρατήσουν ατόφιο όσα πιο πολλά χρόνια μπορούν.

128. H γυναίκα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης

O απέραντος σεβασμός που νιώθω για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα την γυναίκα, κατακρεουργήθηκε με τον πιο άγριο και βάναυσο τρόπο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Υπάρχει κάτι χειρότερο από την εικόνα ενός άνδρα που υφίσταται τον έσχατο βαθμό εξαθλίωσης; Ναι! Είναι η εικόνα της γυναίκας στην ιδία θέση.
      Τα στρατόπεδα αυτά είναι το μεγαλύτερο και ειδεχθέστερο έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, που έγινε ποτέ στην ιστορία της. 

127. Η Αθήνα ως χταπόδι

   H Αθήνα ειδομένη από ψηλά, καθώς απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, μοιάζει με τερατόμορφο χταπόδι, που τρέφεται και κοπρίζει.

126. Η ηδονή της ανάγνωσης

Η ανάγνωση μυθιστορημάτων (Ουγκώ, Βερν, Μαλό, κλπ) ήταν η μεγαλύτερη ηδονή που ένιωσα στην παιδική ηλικία, ως αποτέλεσμα της αχαλίνωτης φαντασίας μου, της φυσικής περιέργειας και της έλλειψης άλλων διεξόδων προς τον έξω κόσμο (τηλεόραση, κλπ). Τα μυθιστορήματα με συνάρπαζαν, με βοηθούσαν να ανακαλύψω την οικουμένη.
       Σήμερα, ελάχιστα μυθιστορήματα με συγκινούν. Θα ήμουν ευτυχής αν, έστω ένα, μου έδινε εκείνη την συγκίνηση.