(συνέχεια από το προηγούμενο)
Για
να κουρευτείς έπρεπε να περιμένεις την σειρά σου στις ξύλινες καρέκλες,
καπνίζοντας, διαβάζοντας εφημερίδα, μιλώντας με άλλους πελάτες ή χαζεύοντας την
κίνηση του δρόμου από την τζαμαρία. Τα ραντεβού ήταν άγνωστα, άλλωστε δεν
υπήρχε τηλέφωνο στο κουρείο.
Κάποια
μεγάλα κουρεία είχαν δύο, ή περισσότερες, πολυθρόνες ("θέσεις
εργασίας" θα τις λέγαμε σήμερα) όπου, εκτός από τον κουρέα, δούλευε και ο
κάλφας, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα δύο ή τρεις πελάτες. Συχνά υπήρχε και κάποιο
παιδί, άμισθος υπάλληλος, που περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το κούρεμα ο
πελάτης για να του βουρτσίσει την πλάτη, να του ευχηθεί "με τις υγείες
σας" και να εισπράξει το μικρό φιλοδώρημα.
Τότε,
αλλά και τώρα, ο φρεσκοκουρεμένος εισέπραττε τη ευχή των φίλων του "με 'γεια το κούρεμα" ενώ ο
πιτσιρικάς έσκυβε πειθήνια το κεφάλι για να εισπράξει την κατ' έθιμον
καθιερωμένη... καρπαζιά! Η ευχή αυτή έγινε και τίτλος σε άλμπουμ με τραγούδια
του Διονύση Σαββόπουλου.
Τα
Σαββατόβραδα στα κουρεία ήσαν στο φόρτε τους. Τα Σάββατα, για όλα τα
επαγγέλματα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα ήταν εργάσιμη ημέρα. Έτσι ο
αντρικός πληθυσμός από το απόγευμα κατέκλυζε τα κουρεία για να είναι ευπρεπής
την Κυριακή στην εκκλησία, στο γήπεδο, στο σινεμά, στις βόλτες και στις
κοινωνικές εκδηλώσεις.
Ο
κουρέας ήταν πάντα φρεσκοξυρισμένος, καθαρός, και φορούσε άσπρη ποδιά. Μεγάλο
χάρισμα να είναι αλαφροχέρης, "με χέρι πούπουλο" για ανώδυνο και
απαλό ξύρισμα, μια παρομοίωση που δινόταν και σε "ενεσούδες" της
εποχής, δηλαδή, γυναίκες που σε κατ΄ οίκον επισκέψεις έκαναν τις ενέσεις σε
ασθενείς (για αυτές θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά).
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου