Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

367. Ψάχνοντας το κουφετί σύννεφο

         Θα πρέπει να ήμουν πέντε χρονών, όταν η γιαγιά μου πήγε να επισκεφτεί μια φίλη της στην παρακάτω γειτονιά και με πήρε μαζί της. Εκεί γνώρισα το εγγόνι της, τον Στέφανο, περίπου στην ηλικία μου.
Ίσως να ήτανε Άνοιξη, ίσως Φθινόπωρο, απόγευμα. Από την αυλή του σπιτιού τους, όπου έπαιζα με τον Στέφανο, βλέπαμε ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού προς την Δύση. Ο ήλιος ήταν στο γέρμα του κι έβαφε με ένα υπέροχο ροζ χρώμα κάτι πουπουλένια συννεφάκια. Ο Στέφανος μού λέει: «Τα σύννεφα αυτά σαν κουφέτα δεν είναι;».
Εκείνα τα συννεφάκια έμειναν χαραγμένα στην μνήμη μου. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες το φώτιζαν με ένα παραμυθένιο χρώμα σε πολλές αποχρώσεις του ροζ. Βλέποντάς τα αιστάνθηκα νοσταλγία, χωρίς να ξέρω γιαποιο πράγμα, ανάκατη με μια δόση μελαγχολίας, ίσως γιατί το θέαμα ήταν τόσο μακρινό και άπιαστο, ίσως γιατί σε λίγο δεν θα υπήρχε πλέον.
Κάθε που βλέπω ροζ συννεφάκια στο ηλιοβασίλεμα, ψάχνω να βρω εκείνο το συγκεκριμένο, το κουφετί της νηπιακής μου ηλικίας, όταν άρχισα να ανακαλύπτω τα θαύματα του κόσμου. Ακόμη δεν το βρήκα...

366. Η άγνωστη ημερομηνία θανάτου

Το γεγονός ότι η ημερομηνία του θανάτου μας παραμένει άγνωστη (εξαιρώντας τους αυτόχειρες) κάνει την ζωή μας να έχει νόημα.
Μια ανθρώπινη κοινωνία,  στην οποία η ημερομηνία αυτή θα ήταν γνωστή, θα ήταν όχι απλά διαφορετική αλλά  εντελώς αλλιώτικη.
Η διαφορά θα ήταν τόσο μεγάλη όσο αυτή ανάμεσα σε εμάς και στους εξωγήινους.

365. Αυταπάτη περί ευτυχίας

         Είμαστε θύματα της ομαδικής αυταπάτης ότι, επειδή στην σύγχρονη εποχή έχουμε υπερεπάρκεια αγαθών είμαστε, ντε και καλά, πιο ευτυχισμένοι από τις προηγούμενες γενιές.
Αν αλήθευε αυτό, κάθε γενιά θα ήταν πιο δυστυχισμένη από την επόμενη  και πιο ευτυχισμένη από την προηγούμενή της.
Επομένως, οι αρχαίοι θα ήσαν πανδυστυχείς και οι πρωτάνθρωποι πανδυστυχέστατοι.
Αυτή η αυταπάτη εδράζεται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα αγαθά φέρνουν την ευτυχία. Αμ, δε...

364. Ανοιχτή επιστολή σε υποψήφιο αυτόχειρα λόγω χρεών

Συχνό πλέον φαινόμενο στην εποχή μας η αυτοκτονία λόγω χρεών.  Ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω. Αν είχα μπροστά μου ένα υποψήφιο αυτόχειρα λόγω χρεών θα ήθελα να του έλεγα δυο λόγια. Επειδή αυτό είναι αδύνατον, γράφω αυτή την επιστολή με την αμυδρή ελπίδα ότι ενδέχεται  να την διαβάσει. 

«Φίλε μου, κατανοώ την απόγνωση σου. Τα χρέη σε έχουν πνίξει, οι δανειστές σε κυνηγούν και σου κάνουν  τον βίο αβίωτο. Όμως, κάνε ακόμη  μια προσπάθεια για να δούμε το πρόβλημα λίγο πιο ψύχραιμα. Δεν χάθηκε το παν. Έχεις ακόμη την ζωή σου και την υγεία σου. Την οικογένειά σου και τους φίλους σου που σε αγαπούν και θα πικραθούν αν σε χάσουν. 

«Καλά όλα αυτά αλλά με τους δανειστές, τι θα γίνει;» θα με ρωτήσεις ευλόγως. Επίτρεψέ μου να σου απαντήσω με ένα ανέκδοτο. Περασμένα μεσάνυχτα και ο Ισαάκ στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι, αδυνατώντας να κοιμηθεί. Η γυναίκα  του τον ρωτά τι συμβαίνει. «Τι να συμβαίνει; Χρωστώ στον γείτονα, τον Αβραάμ, 100 λίρες που πρέπει να του επιστρέψω αύριο το πρωί, και δεν τις έχω», της είπε. Αυτό είναι το πρόβλημά σου; Θα το ταχτοποιήσω αμέσως». Σηκώνεται εκείνη ανοίγει το παράθυρο και μέσα στη νύχτα φωνάζει: «Αβραάμ, Αβραάμ, ξύπνα, θέλω να σου μιλήσω». Σε λίγο ανοίγει το απέναντι παράθυρο και ένας αγουροξυπνημένος Αβραάμ τι ρωτά: «Τι έπαθες, Σάρα, και φωνάζεις;». «Ο άντρας μου σου χρωστά λεφτά, που πρέπει να σου πληρώσει αύριο». «Ναι». «Ε, μάθε λοιπόν πως δεν έχει να σου τα δώσει» και κλείνει το παράθυρο. Γυρίζει στον άντρα της «τώρα κοιμήσου εσύ και άσε τον Αβραάμ να  ξαγρυπνά».
Αυτό που έκανε η Σάρα δεν είναι παρά η συνήθης πρακτική στον επιχειρηματικό (και όχι μόνο) κόσμο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης,  από καταβολής κόσμου. Για κάθε δάνειο που χορηγείται από τράπεζα ή ιδιώτη υπάρχουν δύο εκδοχές για τον δανειολήπτη: είτε να μπορέσει να το ξεπληρώσει είτε όχι. Όποιος δίνει δάνειο γνωρίζει ότι παίρνει αυτόν τον ρίσκο. Η αδυναμία εξόφλησης  δεν είναι ντροπή  για τον οφειλέτη, εφόσον έχει εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό ή έστω ένα μέρος αυτού, το μεγαλύτερο που μπορεί. Μομφή και ψόγος θα υπήρχε αν ήταν μπαταξής και ενώ μπορεί να αποπληρώσει δεν το κάνει για να «ρίξει» τον δανειοδότη.

Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι θεωρητικολογίες. Στο τραπεζικό σύστημα, όπου υπηρέτησα επί δεκαετίες από διευθυντικές θέσεις, συνηθίζουμε να λέμε την βιβλική φράση, που συνοψίζει το θέμα: «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Όταν ο άλλος αποδεδειγμένα δεν έχει να σε πληρώσει, το παίρνεις απόφαση και διαγράφεις το χρέος. Αυτό δεν γίνεται μόνο με ιδιώτες και επιχειρηματίες αλλά και με ολόκληρες κυβερνήσεις.

Θα μου πεις πως όταν κάποιος πτωχεύσει,  υποβαθμίζεται σημαντικά  η ποιότητα ζωής του. Η ζωή όμως είναι τόσο ωραία που αξίζει να την ζεις  ανεξάρτητα από βιοτικό επίπεδο. Σε έσχατη ανάγκη, θα προτιμούσα να κλειστό σε μοναστήρι στο Αγιονόρος, όπου κανείς πιστωτής δεν θα με ενοχλεί, και να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε γαλήνη θαυμάζοντας τη φύση. Και όταν, ύστερα από καιρό ηρεμούσα, ίσως αποφάσιζα, με νέο κουράγιο, να επέστρεφα  σπίτι μου και να άρχιζα από την αρχή. 

Η αυτοχειρία δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα. Η αυτοχειρία είναι η μη-λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Είναι από μόνη της πρόβλημα. Κανένας δεν κερδίζει τίποτε, όλοι χάνουν. Ο δανειστής μου δεν εισπράττει δεκάρα, οι συγγενείς και φίλοι μου χάνουν ένα αγαπημένο πρόσωπο και εγώ χάνω ό,τι πολυτιμότερο και μοναδικό έχω: την ζωή μου. Όλα τα άλλα μπορεί  να είναι αναστρέψιμα. Η απώλεια της ζωής μου όχι.

Μια τελευταία λέξη. Αν εγώ δεν σε έπεισα με τα επιχειρήματά μου, τηλεφώνησε στις ειδικές γραμμές ψυχολογικής στήριξης που υπάρχουν γι’ αυτό τον σκοπό  και μίλα για το πρόβλημά σου. Αυτό το τηλεφώνημα θα είναι η πιο σημαντική κίνηση που θα έχεις κάνεις  στη ζωή σου.  Σκέψου νηφάλια. Καλή τύχη".

(Εικονίζεται το σκίτσο μου με τίτλο "Αυτόχειρ" από την συλλογή "Γελοιογραφίες")

363. Η Ποίησις φησί το άφατον

    Το ανείπωτο, μόνον η Ποίηση μπορεί να προσεγγίσει. Όταν, ύστερα από  δισεκατομμύρια χρόνια, αρχίσει να σβήνει ο ήλιος, ή όταν σε ανύποπτο χρόνο ένας μετεωρίτης χτυπήσει την γη ποιος δημοσιογράφος ή ποιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να αναφερθεί στον αφανισμό της γης και, μαζί μ’ αυτήν, στο τέλος του νοήμονος κόσμου, του μόνου γνωστού στο σύμπαν ίσαμε σήμερα; Μόνον ο Ποιητής!
    Ας αφήσουμε όμως την κοσμολογία και ας πάμε σε πιο ανθρώπινα πράγματα. Την παιδοκτονία της Μήδειας ή την αιμομιξία του Οιδίποδα ποιος άλλος μπορεί να αγγίξει, από τον τραγικό ποιητή;
    Την ανδρεία και τα πάθη των ηρώων στο Ίλιον και τις περιπέτειες του Οδυσσέα ποιος άλλος από τον Ποιητή θα μπορούσε να περιγράψει επάξια;  
    Το ύψιστο μυστήριο, τον θάνατο, μόνο η λαϊκή ποίηση μπορεί να τον  αντιμετωπίσει, όπως οι παραλογές (του Νεκρού Αδελφού, το Γιοφύρι της Άρτας),  ψαλμοί Μ. Εβδομάδας, επιτάφιοι θρήνοι (Παλαμάς, Ρίτσος). Μα, και το λαϊκό μοιρολόι ποίηση εν τέλει δεν είναι;
    Εκεί που σταματούν οι άλλες τέχνες, αρχίζει η ποίηση! Διόλου τυχαίο που πέντε από τις εννέα Μούσες ήσαν προστάτιδες των διαφόρων ειδών της ποίησης.

362. Γραμματόσημα και φαντασία

         Στην παιδική μου ηλικία, ανέξοδη διέξοδο στην οργιώδη φαντασία μου, μια και δεν υπήρχε η τηλεόραση,  έδιναν τα γραμματόσημα που συνέλεγα, κυρίως από τις γειτόνισσες με άνδρα ναυτικό.
      Το καθένα τους ήταν για μένα ένα παράθυρο στον κόσμο. Εξωτικά ονόματα χωρών, παραδείσια πτηνά,  φάτσες αρχηγών κρατών, καταρράκτες, ζώα της ζούγκλας,  τα γραμματόσημα έπαιζαν το ρόλο των σύγχρονων ντοκιμαντέρ  και ταξιδιωτικών εκπομπών. Κάποια τοπία μού δημιουργούσαν μια αφόρητη, σχεδόν οδυνηρή, επιθυμία κάποτε να τα επισκεφτώ.  
Γραμματόσημα όμως ίσον ταξινόμηση. Κατά κράτος, κατά θέμα, ή κατά σειρά, ανάλογα τα γούστα του συλλέκτη. Με μεγάλη προσοχή για να μην καταστραφεί κάποιο δοντάκι και με την χρήση της ειδικής τσιμπίδας, τα γραμματόσημα έμπαιναν στην διαφανή θηκούλα του άλμπουμ.
Με τα διπλά γραμματόσημα γινόταν ανταλλαγή με τους φίλους μου συλλέκτες. Όχι όμως στη βάση ένα-προς-ένα. Το καθένα αποκτούσε την δική του συναλλακτική αξία, που καθορίζαμε υποκειμενικά, ανάλογα με την σπανιότητα, το θέμα, το μέγεθος ή το σχήμα τους (τα ρομβοειδή και τα τριγωνικά άξιζαν παραπάνω).
Τα γραμματόσημα με ωφέλησαν πολλαπλά: ΄
Με «ταξίδεψαν» νοερά, σε μακρινές και ξωτικές χώρες, μέχρι την άκρη της γης.
Καλλιέργησαν το γούστο μου, αφού το κάθε γραμματόσημο είναι ένα έργο τέχνης που ο γραφίστας το συνθέτει σε μεγάλο μέγεθος πριν σμικρύνει σε «μέγεθος γραμματοσήμου».
Με μπόλιασαν με το μεράκι  της συλλογής κι έτσι αργότερα άρχισα να συλλέγω διάφορα, όπως σπιρτόκουτα, πεταλούδες, φιγούρες του θεάτρου σκιών, αναγνωστικά βιβλία αλλά και διάφορες σκέψεις μου που πίστευα πως άξιζε να καταγραφούν.
Τέλος, με μύησαν στην διαδικασία της ταξινόμησης. Δεν είναι εύκολο σε ένα χαοτικό πλήθος πραγμάτων να δημιουργήσω κριτήρια ταξινόμησης, να ξεχωρίζω το υλικό, να πετώ τα άχρηστα και να το οργανώνω το υπόλοιπο υλικό σε παρουσιάσιμη μορφή.
Χωρίς την διαδικασία της ταξινόμησης δεν θα μπορούσα να γράψω τα βιβλία μου. Το πλήθος των σημειώσεων που κρατώ σχετικά με το θέμα μου, μπορώ και το τιθασεύω μόνο με αυτό τον τρόπο. Μοιάζει με ένα μεγάλο κοπάδι ζώων που βόσκουν ανάκατα στην πλαγιά του βουνού, κι εγώ πρέπει να τα μαζέψω, να τα ξεχωρίσω, να διώξω τα άχρηστα  και να τα βάλω τα υπόλοιπα στη σειρά μέσα στο μαντρί.   
Σήμερα στα παιδιά τα γραμματόσημα δεν λένε τίποτε. Τα έχουν αντικαταστήσει, όπως και τόσα άλλα, η τηλεόραση και το κομπιούτερ.