Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

332. Η υποκρισία του Αρχοντορεμπέτικου

          Εκεί πίσω, στην δεκαετία του 1950, η μουσική που άκουγε η αστική τάξη ήταν η λεγόμενη ελαφρά.  Κυριαρχούσε το ταγκό και ακολουθούσε το βαλς και η ρούμπα. Η θεματολογία των στίχων εξαντλείτο στον έρωτα. Τραγούδια  γλυκανάλατα και σχεδόν πανομοιότυπα, με λίγες εξαιρέσεις. Παίζονταν με βιολί, κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν  και σαξόφωνο. Το μπουζούκι εξορισμένο στο πυρ το εξώτερο. 
Η λαϊκή τάξη διασκέδαζε με λαϊκό και ρεμπέτικο, που άκουγε σε δίσκους των 78 στροφών, παιγμένους σε γραμμόφωνα. Το ραδιόφωνο, κρατικό τότε, τα είχε απαγορευμένα.
Οι αστοί επισήμως σνομπάριζαν την μουσική των λαϊκών αλλά ταυτόχρονα τους άρεσε ο παλμός και η ζωντάνια τους. Η λαϊκή μουσική ήταν πιο άμεση, πιο αυθόρμητη από εκείνη που άκουγαν.
Τις κρυφές αστικές επιθυμίες ικανοποίησαν κάποιοι συνθέτες της ελαφράς μουσικής, όπως ο Μ. Σουγιούλ που συνεργάστηκαν με ταλαντούχους  στιχουργούς, όπως ο Αλέκος Σακελάριος, και έφτιαξαν ένα περίεργο υβρίδιο: το αρχοντορεμπέτικο, όπως επικράτησε να λέγεται. Το μήνυμα που εξέπεμπε αυτή η λέξη ήταν: «ναι, είναι ρεμπέτικο, αλλά όσοι το ακούν, μην τους παρεξηγήσετε,  δεν έχουν σχέση με την πλέμπα. Είναι αρχοντάνθρωποι, ματσωμένοι που έχουν «τάληρα για να οργώσουνε τα Φάληρα». Το αρχοντορεμπέτικο ήταν ο φερετζές που φόρεσαν στο ρεμπέτικο για να γίνει αποδεκτό από τους αστούς.   
Η συνταγή ήταν απλή: ρυθμός χασάπικου ή ζεϊμπέκικου, στίχοι με κεφάτα θέματα και γερή δόση «μάγκικης» γλώσσας. Παράδειγμα: «Έτσι  μου γουστάρεις», «στον ασίκικο σκοπό», «τράβα ντογρού», «γουστάρω νύχτα ρέμπελη», «ρε μάγκες», «τα ντόρτια κι οι διπλές», «στο παλιό μας το τσαρδάκι», «καρασεβνταλής», «τι γουστάρει να του παίξεις μπουζουξή μου σεβνταλή», «οι πενιές του μπουζουκιού σου μου επήρανε τα ρέστα και μ’ αφήσανε ταπί», «το μπουζούκι εργάζεται».
Το μέγεθος του αφύσικου και της υποκρισίας φαίνεται ξεκάθαρα στα τρία τελευταία παραδείγματα. Το μπουζούκι εξυμνείται μεν στους στίχους αλλά…απουσιάζει από την ορχήστρα! Οι μόνες «πενιές» που ακούγονται είναι εκείνες της κιθάρας. Προφανώς η κατάργηση του καθωσπρεπισμού έχει και κάποια όρια. Είπαμε να δείξουμε ανοχή, αλλά όχι και μπουζούκι στην ορχήστρα! Ας μη ξεχνάμε πως όταν ο Μίκης Θεοδωράκης θέλησε να ηχογραφήσει τον «Επιτάφιο» με την ορχήστρα της ΕΙΡ, οι μουσικοί της δήλωσαν αποχή όταν είδαν τον Μανώλη Χιώτη με το μπουζούκι του, αρνούμενοι να δεχτούν ανάμεσά τους αυτό όργανο-μπασκλασαρία. 
Το αρχοντορεμπέτικο μοιάζει με καλό παιδί από σπίτι που το έβαλαν να λέει κακές λέξεις. Όσο και να προσπαθεί να μιμηθεί τη γλώσσα που μιλάει το αλάνι, η προσποίηση δεν κρύβεται.
Παρόλη την φιλότιμη προσπάθεια συνθέτη και στιχουργού το αποτέλεσμα βοούσε πως ήταν αφύσικο. Όπως αφύσικη είναι η ζορισμένη ρίμα του «ντερβίσικο» με το «αφύσικο» στο:
«Άρχισαν τα όργανα το παλιό ντερβίσικο να μη μου το χόρευες θα ’τανε αφύσικο»
Ένα τέτοιο τερατώδες στιχουργικό κατασκεύασμα θα ήταν αδιανόητο σε ένα γνήσιο ρεμπέτικο τραγούδι.
       Η λαϊκή τάξη υιοθέτησε αναγκαστικά το αρχοντορεμπέτικο αφού μόνο αυτό άκουγε στο ραδιόφωνο (είπαμε πως το ρεμπέτικο απαγορευόταν). Επί πλέον ήταν εξοικειωμένη με ρυθμό του (χασάπικο, ζεϊμπέκικο) ενώ συνέβαλε μια τάση μίμησης της αστικής τάξης όπως και το ότι τραγουδιόταν από τα αστέρια της εποχής (Γούναρης, Μαρούδας, κλπ). 
Όταν ύστερα από λίγα χρόνια, με τις προσπάθειες του Μάνου και του Μίκη η αστική τάξη εξοικειώθηκε και δέχθηκε το μπουζούκι, εξέλιπε ο λόγος ύπαρξης του αρχοντορεμπέτικου.
Σήμερα, δεν νοείται γλέντι χωρίς μπουζούκι, που εμφανίζεται συνήθως  προς το τέλος για να απογειώσει το κέφι.  

2 σχόλια:

  1. κι αν δεν είναι υποκριτική αυτή η άποψη που προβάλεις εξήγησέ μου γιατί ιδιαίτερα φτωχοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές, βίωσαν αυτά τα τραγούδια ιδίως μάλιστα όταν βρέθηκαν λαϊκές φωνές να τα "επικαιροποιήσουν" (π.χ. Βίκυ Μοσχολιού). Τσαντίζομαι με διάφορους από Σας που θεοποιείτε το αυθεντικό ρεμπέτικο χωρίς να παραδέχεστε ότι υπήρξε ξένο προς την ελληνική πραγματικότητα και εξέφρασε - σωστά - τους καημούς και τις λαχτάρες των - κακώς - αποδιοπομπαίων Μικρασιατών σε μιά εποχή που η πολιτική εξουσία - την οποία παρεμπιπτόντως αμφισβήτησαν με τη στάση τους και τις απόψεις τους πολλοί αρχοντορεμπέτες - τους είχε εξοβελίσει. Επίσης έχει ενδιαφέρον να δεις τις θέσεις της τότε αριστερής ιδεολογίας η οποία δεν αμφισβήτησε ποτέ το αρχοντορεμπέτικο θεωρώντας το όχημα ευκολώτερης πρόσβασής της στις μικροαστικές αλλά και στις λαϊκές τάξεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τυγχάνει να έχω υπάρξει φτωχός βιοπαλαιστής, Μικρασιάτης, λάτρης του αυθεντικού ρεμπέτικου αλλά και του αρχοντορεμπέτικου και σε βεβαιώ ότι έχω βιώσει και τα δύο είδη τραγουδιών. Συμφωνώ με το σχόλιό σου, για το οποίο σε ευχαριστώ, το οποίο όμως ουδόλως θίγει την ουσία του δικού μου, δηλαδή την απουσία μπουζουκιού στο αρχοντορεμπέτικο, μολονότι το επικαλείται στους στίχους, κλπ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή