Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

390. Το παλιό μπακάλικο (2/5)

       
       Σε ράφι, οι ντάνες με τις πλάκες το πράσινο σαπούνι για τριπλή χρήση: σαμπουάν, αφρόλουτρου για το σώμα, μοσχοσάπουνου για τα χέρια και απορρυπαντικού για την μπουγάδα. Υποβοηθητικά της μπουγάδας ήσαν το τρινάλ, η ποτάσα (γνωστή η ατάκα του Ζήκου «δηλαδή, αν εγώ σου φέρω ποτάσα, εσύ θα την φας;») και το λουλάκι για λευκαντικό. Λίγο  αργότερα ήλθε το Tide,  που διαφημιζόταν στο ραδιόφωνο μέσω των «σαπουνόπερων» της εποχής («Πικρή, μικρή μου αγάπη», «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», «Το σπίτι των ανέμων» κλπ).
        Στη γωνιά οι χόρτινες σκούπες, απλές ή με κοντάρι αφού  ηλεκτρικές βλέπαμε μόνο σε Αμερικάνικες ταινίες. Δίπλα τους, τα πάνινα σακιά με τα όσπρια, που έθρεψαν γενιές Ελλήνων: φασόλια λόπια (δηλαδή κοινά), φασόλια γίγαντες και μαυρομάτικα, φακές, κουκιά, ρεβίθια, φάβα. Πιο εκεί τα σακιά με αλεύρια και ζάχαρη. Το βασικό εργαλείο του μπακάλικου, η σέσουλα, άδειαζε τα σακιά και γέμιζε τις χαρτοσακούλες για τον πελάτη.
        Παραδίπλα τα ξύλινα κουτιά με τα φύλλα του αλατισμένου μπακαλιάρου (τηγανητός με σκορδαλιά και ρετσίνα έκανε λαχταριστό γεύμα, ακόμη και σήμερα), με τις καπνιστές ρέγκες (αξεσουάρ για την φασολάδα), και τα στρογγυλά τενεκεδένια με τις παστές σαρδέλες και την λακέρδα.
      Σε χαρτοκιβώτια τα χύμα μακαρόνια με την άκρη που γύριζε σαν μπαστουνάκι, το κοφτό μακαρονάκι, το κριθαράκι και τα «μαλλιά αγγέλου» για φιδέ στους αρρώστους.
        Στον τοίχο οι καρτέλες με μανταλάκια, διάφορα μπαχαρικά, ακατέργαστα κομματάκια μαστίχας Χίου (μασιόνταν με λίγο κερί), κρύσταλλοι λεμόν ντουζού (διαλυμένοι στο νερό αντικαθιστούσαν το χυμό λεμονιού), τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, φουρκέτες, μανταλάκια.
        Από την οροφή κρέμονταν τα αλλαντικά: σαλάμια, μορταδέλες, λουκάνικα, παστουρμάδες και σουτζούκια. Ο παντοπώλης κατέβαζε αυτό που του έδειχνε ο πελάτης και, με ένα μεγάλο μαχαίρι, το έκοβε σε φέτες πάνω στην ξύλινη τάβλα (η σημερινή ηλεκτρική μηχανή με την περιστρεφόμενη λεπίδα περίμενε τότε τον εφευρέτη της).
        Στα ράφια δίπλα στο ταμείο, τσιγάρα σε κασετίνα, σε μονή ή διπλή σειρά (Έθνος, Άρωμα, Άσσος, Καρέλια, Ιντεάλ Ματσάγκου, Παπαστράτος κλπ), και παραδίπλα τα χύμα, όλα άφιλτρα αφού τα φίλτρα δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί. Από κοντά και τα σπίρτα, «Πυρεία Ελληνικού Μονοπωλίου» έγραφε το κουτάκι, (φτιαγμένο από λεπτές φέτες ξύλου και χαρτόνι), που, συχνά, όταν το άναβες η κάφτρα του πεταγόταν και σου άνοιγε τρύπες όπου σε πετύχαινε, στο παντελονι ή στο πουκάμισο.  
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου