Τον ξύπνησε το αδύνατο γαύγισμα. Μισάνοιξε το καπάκι του χαρτοκιβώτιου και έριξε μια ματιά έξω. Οι πρώτες νιφάδες άσπριζαν το πεζοδρόμιο. Το είδε που ερχόταν παραπατώντας. Έλειπε το μπροστινό δεξί ποδάρι του. Τον κοιτούσε φοβισμένο.
Άνοιξε την τελευταία κονσέρβα. Την άδειασε κάτω από την μουσούδα του. Tην έκανε μια χαψιά.
Το κρύο δυνάμωνε. Έπιασε τα δεκανίκια και σύρθηκε έξω. Ακουμπώντας στο δέντρο στήθηκε όρθιος. Κίνησε.
Τον πήρε από πίσω.
Ένας άνθρωπος και ένα σκυλί. Τέσσερα, όλα μαζί, ποδάρια.
Το χιόνι πύκνωνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου