Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

417. Το παλιό καφενείο (1/5)

         Χειμώνας του 1955, Κυριακή μεσημέρι. "Πήγαινε να φωνάξεις τον μπαμπά από το καφενείο. Το φαί είναι έτοιμο, πες του", μου παράγγειλε η μάνα μου.
       Σε δυο λεπτά βρισκόμουν στην είσοδο του μεγάλου, τρίφατσου καφενείου της πλατείας, με τις τζαμένιες βιτρίνες. "Καφενείον - Το Διεθνές- Ανδρέας Καλαφάτης" έγραφε η ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο.
       Ανοίγοντας την πόρτα πήρα μια πρόγευση από αγγελοπουλικό "τοπίο στην ομίχλη" και φωσκολικό "ορατότης μηδέν". Το ντουμάνι από τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες κυριαρχούσε. Μέσα από τα λευκά νέφη μπόρεσα, στο βάθος, να διακρίνω την φιγούρα του πατέρα μου, που έπαιζε τάβλι. Ακολουθώντας τον στενό διάδρομο, ανάμεσα στα τραπέζια με τις ψάθινες καρέκλες και πατώντας γόπες, άδεια κουτιά από τσιγάρα και μεταλλικά καπάκια αναψυκτικών τον πλησίασα. Με είδε και έκανε σινιάλο  ότι έρχεται.
       Στα λίγα λεπτά της παρουσίας μου εκεί, η φωτογραφική μου μνήμη κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια. Στο βάθος, πίσω από τον πάγκο, ο ταμπής, ο βασιλιάς του καφενείου. Όρθιος με τα μπρίκια του (τουρκιστί imbrik), πάνω στη χόβολη, που την ετοίμαζε από βραδύς στο μικρό τζάκι του, δεχόταν φωναχτά τις παραγγελίες από τα γκαρσόνια με τις άσπρες ποδιές, δοσμένες στην ακαταλαβίστικη σε μένα ορολογία του τότε τούρκικου και νυν ελληνικού καφέ: γλυκύ βραστός, βαρύ γλυκός, ναι και όχι, πολλά βαρύς, μέτριος βαρύς, και πάει λέγοντας. Βασικό εργαλείο του ήταν το κουταλάκι, πολύ μικρό για να μετρά με ακρίβεια τις δόσεις του καφέ και της ζάχαρης. Για παράδειγμα, ο βαρύ γλυκός ήθελε τρεις καφέ και τέσσερεις ζάχαρη, ο πολλά βαρύ γλυκός τέσσερεις καφέ και έξι ζάχαρη, ενώ ο μέτριος βαρύς τρεις καφέ και τρεις ζάχαρη.
       Πιο δίπλα, ο βοηθός του, ο παραταμπής, έπλενε στο χέρι τα φλιτζάνια (τουρκικά filcan), και τα ποτήρια που τα γέμιζε νερό της βρύσης (εμφιαλωμένο δεν υπήρχε, Καραντάνη Λουτρακίου έπιναν κυρίως οι νεφροπαθείς) και τα έβαζε στο δίσκο στην σειρά. Από εκεί τα έπαιρναν τα γκαρσόνια μαζί με τους καφέδες που είχαν παραγγείλει.
       Στον τοίχο μια κάθετη ταμπέλα έγραφε "Τιμολόγιον" και από κάτω τα είδη που σερβίριζε: καφές, τέιον, γκαζόζα, πορτοκαλάδα, λεμονάδα, (κόκα κόλα, σέβεν απ, σπράιτ κλπ ήλθαν πολύ αργότερα), γάλα ποτήρι, γλυκό κουταλιού, λουκούμι, βανίλια (το γνωστό υποβρύχιο), κονιάκ και, φυσικά, ούζο, μπύρα. Δίπλα, με την κιμωλία γραμμένες οι τιμές σε δραχμές και λεπτά.  Πιο δίπλα ένας μεγάλος καθρέφτης και παρακεί κορνίζες που διαφήμιζαν τσιγάρα και αναψυκτικά. Από το ταβάνι κρέμονταν οι λάμπες-σωλήνες φθορίου που έβγαζαν ένα άσπρο, ψυχρό φως.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου