Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

419. Το παλιό καφενείο (3/5)

Το καφενείο διέθετε και ναργιλέ (τουρκ. nargile). Τον παράγγελναν μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι, μάλλον πρόσφυγες, που τον κάπνιζαν αμίλητοι και σοβαροί. Χάζευα τις μπουρμπουλήθρες που σχηματίζοντας μέσα στο γυάλινο δοχείο με το νερό. Επιτυχία του ναργιλέ ήταν ο πολύ ψιλοκομμένος καπνός, το τουμπεκί  (τουρκ. tombeki), που ήταν δουλειά του ταμπή. Στο τουμπεκί οι χασικλήδες, στους τεκέδες, πρόσθεταν χασίσι. Στην αργκό, το "κάνε τουμπεκί" σήμαινε "σώπα". Στην εποχή μας, ο ναργιλές ήλθε πάλι στη μόδα και τον καπνίζουν νεαροί σε κάποια μαγαζιά που τον διαθέτουν
      Οι θαμώνες συζητούσαν, διάβαζαν εφημερίδα, έπαιζαν τάβλι έχοντας συχνά γύρω τους θεατές που σχολίαζαν φωναχτά τις κινήσεις τους.  Έπαιζαν και χαρτιά, κυρίως κολιτσίνα, ξερή, σκαμπίλι, ραμί, αβησσυνία, και πρέφα. "Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ / τσιγάρο, πρέφα και καφέ", τραγουδούσε ο Χατζής.  Ο χαμένος της παρτίδας κερνούσε τους  καφέδες ή τα ούζα.
      Το καλοκαίρι, η δράση του καφενείου μεταφερόταν έξω. Τα  τραπεζάκια του απλώνονταν στην πλατεία, στην σκιά των πανύψηλων ευκάλυπτων. Αυτή την ευκαιρία περιμέναμε και εμείς, τα αγόρια της γειτονιάς για να κάνουμε ανεφοδιασμό. Περνώντας τάχα αδιάφοροι ανάμεσα από τα τραπεζάκια μαζεύαμε από κάτω τα μεταλλικά καπάκια των αναψυκτικών που πετούσαν τα γκαρσόνια και τα άδεια κουτιά από τσιγάρα που πετούσαν οι θαμώνες.
Τι τα κάναμε; Μα, παιχνίδια φυσικά. Τα καπάκια στόλιζαν το πατίνι καρφωμένα επιδέξια στο όρθιο σανίδι του. Με ένα καπάκι ο καθένας παίζαμε στο ρείθρο του πεζοδρόμιου τινάζοντάς το μπροστά με τα δάχτυλα. Προσπαθούσαμε να ρίξουμε έξω το καπάκι του αντιπάλου μας χωρίς να πέσει το δικό μας. Όποιος έφτανε πρώτος στο τέρμα έκανε ένα "ρούμπο" (αντιδάνειο < ιταλ. rombo, < ελλ. ρόμβος). Κι ακόμη το καπάκι αναψυκτικού ήταν νομισματική μονάδα σε άλλα παιχνίδια.
   Και το τσιγαρόκουτο; Τότε κυκλοφορούσαν αποκλειστικά κασετίνες. Κρατούσαμε μόνο το πάνω μέρος από το καπάκι με την εικόνα. Με ένα πάκο από διαφορετικές μάρκες στο χέρι, σαν τραπουλόχαρτα, καθόμασταν με τον συμπαίκτη στο πεζοδρόμιο και ρίχναμε διαδοχικά από ένα "φύλλο". Αυτός που έριχνε ίδιο με το τελευταίο κέρδιζε όλο τα πακέτο που ήταν κάτω. Κι ακόμη πετούσαμε  από απόσταση ένα "φύλλο" στην ρίζα ενός τοίχου. Όποιος πλησίαζε πιο κοντά στον τοίχο έπαιρνε εκείνο του αντιπάλου.
-συνεχίζεται-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου