Οι πελάτες ήσαν αποκλειστικά
άνδρες, οι πιότεροι μουστακαλήδες σύμφωνα με την τοτινή μόδα. Αποτελούνταν από
τους εγαζόμενους που έρχονταν μετά την δουλειά, οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι και οι χασομέρηδες, κοινώς καφενόβιοι.
Τις Κυριακές με τα καλά τους, κουστουμάκι, (έστω τριμμένο και "γυρισμένο"), γραβάτα και τραγιάσκα ή καπέλο (από το πιλοποιείον του Πουλόπουλου, στο Θησείο, γνωστό και ως Πιλ-Πουλ). Από πάνω παλτό ή καπαρντίνα αφού το κατάστημα δεν διέθετε θέρμανση και μια σόμπα στο κέντρο αδυνατούσε να ζεστάνει την μεγάλη σάλα. Το κρύο που έτσουζε έξω εύκολα διαπερνούσε τα μονά τζάμια, τις χαραμάδες και την πόρτα που ανοιγόκλεινε συνέχεια. Στο κρύο αυτό αναφέρεται κι ο στίχος του Νίκου Γκάτσου "Βοριάς και κρύο έξω φυσάει / κι ο καπετάνιος στο καφενείο / καπνό μασάει". Κατά τις τρεις η ώρα, η βαβούρα από τις ομιλίες και οι θόρυβοι από τα πούλια που χτυπιόνταν με μανία πάνω στο τάβλι κόπαζαν κι όλοι έστηναν αυτί να ακούσουν "την μπάλα" από το ραδιόφωνο πάνω στο ράφι.
Τις Κυριακές με τα καλά τους, κουστουμάκι, (έστω τριμμένο και "γυρισμένο"), γραβάτα και τραγιάσκα ή καπέλο (από το πιλοποιείον του Πουλόπουλου, στο Θησείο, γνωστό και ως Πιλ-Πουλ). Από πάνω παλτό ή καπαρντίνα αφού το κατάστημα δεν διέθετε θέρμανση και μια σόμπα στο κέντρο αδυνατούσε να ζεστάνει την μεγάλη σάλα. Το κρύο που έτσουζε έξω εύκολα διαπερνούσε τα μονά τζάμια, τις χαραμάδες και την πόρτα που ανοιγόκλεινε συνέχεια. Στο κρύο αυτό αναφέρεται κι ο στίχος του Νίκου Γκάτσου "Βοριάς και κρύο έξω φυσάει / κι ο καπετάνιος στο καφενείο / καπνό μασάει". Κατά τις τρεις η ώρα, η βαβούρα από τις ομιλίες και οι θόρυβοι από τα πούλια που χτυπιόνταν με μανία πάνω στο τάβλι κόπαζαν κι όλοι έστηναν αυτί να ακούσουν "την μπάλα" από το ραδιόφωνο πάνω στο ράφι.
Το σκηνικό περιγράφει ωραία ο Λευτέρης Παπαδόπουλος
στους στίχους "Το λαϊκό το καφενείο / έχει
μια πόρτα που όλο τρίζει / κι από το τζάμι μπαίνει κρύο / που μας θερίζει. / Όλες
τις μέρες είναι άδειο / τις Κυριακές κάργα ως τη σκάλα / γιατί ανοίγουμε το
ράδιο / κι ακούμε μπάλα. / Οι τακτικοί του οι πελάτες / ο χωροφύλακας ο Αντρέας
/ πέντ' έξι άνεργοι εργάτες / και ο κουρέας. / Κι εγώ που λες, παιδάκι πράμα /
πότε ταμπής, πότε γκαρσόνι / χρόνια να καρτερώ το θάμα / που δε ζυγώνει"
Ο πελάτης
καλούσε με παλαμάκια το γκαρσόνι, που αποκρινόταν με το χαρακτηριστικό «έφτασέεεεε».
Οι τακτικοί θαμώνες δεν χρειάζονταν να παραγγείλουν καφέ γιατί το γκαρσόν ήξερε
πώς τον πίνουν. Όταν η παραγγελία καθυστερούσε να έλθει, ο ανυπόμονος πελάτης
διαμαρτυρόταν «τι θα γίνει, ρε Μπάμπη, με εκείνο τον καφέ; Κόκαλα έχει;». Το «έφτασέεεεε...»
του καφετζή και το «αυτό το τυχερό λαχείο ποιος θα το πάρει;» του τυφλού
λαχειοπώλη στην Ομόνοια, έχουν μείνει στην νεοελληνική ιστορία.
Σε λίγο κατέφτανε αχνιστός ο καφές, σε χοντρό φλιτζάνι,
για να μην κρυώνει γρήγορα, σπάνια σε κρασοπότηρο, αν
το ζητούσαν. Η πρώτη κίνηση του πελάτη ήταν να ανάψει τσιγάρο, αφού, όπως έλεγε
ο πατέρας μου, "ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές". Ύστερα τραβούσε μια θορυβώδη ρουφηξιά από τον
ζεματιστό καφέ και πλατάγιζε ηδονικά την γλώσσα του. Με μικρές, αργές γουλιές,
κουβέντα και τσιγάρο, τον έφτανε μέχρι τον πάτο. Ο θεριακλής έριχνε λίγο νερό
πάνω στον ντελβέ (τουρκικά telve), δηλαδή το κατακάθι, το ανακάτευε λίγο περιστρέφοντας το
φλιτζάνι και το έπινε. Τον βραστό καφέ ο ταμπής τον έριχνε από ψηλά στο
φλιτζάνι και σχηματίζονταν φουσκάλες, ενώ οι άλλοι είχαν ένα παχύ, βελούδινο
καϊμάκι (τουρκιστί kaymak).
-συνεχίζεται-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου