Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

461. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ

Εικονίζεται το έργο μου "Οι τρεις Μάγοι"
(από την συλλογή "Μπουκάλια")

460. Επιστροφή στο μαγκάλι

Στην εποχή μας, πατάμε το κουμπί του καλοριφέρ (όταν έχουμε πετρέλαιο…) και το σπίτι γίνεται φούρνος. Τα πράγματα όμως δεν ήσαν πάντοτε έτσι. Γυρνώντας κάμποσες δεκαετίες πίσω, τα περισσότερα σπίτια ζεσταίνονταν (τρόπος του λέγειν, δηλαδή) από το μαγκάλι. Η τουρκική λέξη mangal επεκράτησε της εύηχης ελληνικής πύραυνον (από το πυρ+αύνω, ανάβω).

Το μαγκάλι λοιπόν ήταν ένα απλό στην κατασκευή σκεύος μέσα στο οποίο αργοκαίει, χωρίς μπουριά, η καύσιμη ύλη. Το μέγεθος, το σχήμα και το υλικό κατασκευής ποικίλουν. Τα «πολυτελέστερα» ήσαν καμωμένα από χαλκό και είχαν σχήμα δισκοπότηρου. Τα φθηνά  και πιο συνηθισμένα, ήσαν από λεπτή λαμαρίνα, σαν ταψί, με διάμετρο γύρω στο μισό μέτρο και υψηλό χείλος, γύρω στους 15 πόντους. Τρία  ψηλόλιγνα ποδαράκια από σιδερένιες βέργες το κρατούσαν μισό μέτρο πάνω από το έδαφος, ενώ δύο χερούλια επέτρεπαν την μεταφορά του.  Όταν ο πάτος τρυπούσε από την χρήση εύκολα τον μπάλωνες βάζοντας πάνω του ένα κομμάτι λαμαρίνα  από γκαζοντενεκέ.

Καύσιμη ύλη του ήταν η πυρήνα, δηλαδή τα αποξηραμένα και θρυμματισμένα κουκούτσια από τις ελιές που έβγαζαν τα ελαιοτριβεία και την πουλούσαν πλανόδιοι με κάρο. Με τα υπολείμματα λαδιού που έκρυβαν ακόμη μέσα τους έκαιγαν αργά, αθόρυβα και δίχως φλόγα εκπέμποντας την ζέστη τους για πολλές ώρες. 

Το άναμμα του μαγκαλιού ήταν ξεχωριστή τέχνη. Το απόγευμα, πριν η οικογένεια μαζευτεί σπίτι, η νοικοκυρά έβγαζε το μαγκάλι στο πεζοδρόμιο. Μέσα στο ξεροβόρι,  το γέμιζε με πυρήνα  κάνοντας λακκούβα στη μέση. Εκεί έβαζε λίγα κάρβουνα και πάνω τους ξυλαράκια  που περιέχυνε με πετρέλαιο. Με ένα σπίρτο έβαζε φωτιά στο πετρέλαιο, που την μετέδιδε στα ξύλα, αυτά στα κάρβουνα και αυτά στην πυρήνα. Όλο το μυστικό ήταν να χωνέψουν εντελώς τα κάρβουνα και να ανάψει καλά η πυρήνα πριν φέρουν το μαγκάλι μέσα στο σπίτι. Διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος από τις αναθυμιάσεις.

Το μαγκάλι έπαιρνε την θέση του στο κέντρο του δωματίου και γύρω του καθόταν η οικογένεια, σαν μαργαρίτα. Τα πόδια ζεσταίνονταν αλλά η πλάτη πάγωνε.  Μία ως τόσο ανασκάλευαν την πυρήνα με την μασιά, που κρεμόταν μόνιμα στο χερούλι, για να δυναμώσει η ζέστη. Για να καθυστερήσουν την καύση σκέπαζαν την πυρήνα με δυο-τρία χρυσόχαρτα από τα κουτιά των τσιγάρων ενώ μια λεμονόκουπα αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα. Στην χόβολη που δημιουργούσε η καμένη πυρήνα έβαζαν το μπρίκι με τον καφέ ή έψηναν κάστανα. 

Οι κίνδυνοι από το μαγκάλι δεν έλλειπαν. Ο μεγαλύτερος ήταν η δηλητηρίαση και ο θάνατος από τις αναθυμιάσεις. Γι΄ αυτό και έδιναν  μεγάλη προσοχή στο χώνεμα των κάρβουνων ενώ μία ως τόσο άνοιγαν για λίγο την πόρτα για να «φρεσκάρει ο αέρας». Υπήρχε ο κίνδυνος εγκαύματος αν κάποιος παραπατούσε και έπεφτε πάνω στο μαγκάλι. Κι ακόμη, λόγω του υψηλού κέντρου βάρους του, το μαγκάλι είχε ασταθή ισορροπία και με μια απρόσεκτη κίνηση εύκολα ανατρεπόταν.  

Οι πρώτες σόμπες πετρελαίου, φορητές με φυτίλι και χωρίς μπουριά, (θυμάμαι την μάρκα Demon), άρχισαν αν εκτοπίζουν το μαγκάλι. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου επικράτησαν οι σόμπες πετρελαίου με μπουριά που εξελίχθηκαν σε αερόθερμα με την προσθήκη ενός ηλεκτρικού ανεμιστήρα στη βάση (θυμάμαι την μάρκα Kresky) που έστελνε την ζέστη πιο μακριά. Μπροστά σε αυτή την πρόοδο της τεχνολογίας, το μαγκάλι εξαφανίστηκε.


Η σοβούσα οικονομική κρίση και η εξομοίωση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης με εκείνο της κίνησης, αφού η κυβέρνηση δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να πατάξει την λαθρεμπορία στα καύσιμα, ο κόσμος άρχισε να θυμάται το ταπεινό μαγκάλι. Τώρα όμως λείπει η τεχνογνωσία της ασφαλούς χρήσης του με αποτέλεσμα να θρηνούμε ήδη τα πρώτα θύματα από τις αναθυμιάσεις.