Θα πρέπει να ήμουν πέντε χρονών, όταν η γιαγιά μου πήγε να επισκεφτεί μια φίλη της στην παρακάτω γειτονιά και με πήρε μαζί της. Εκεί γνώρισα το εγγόνι της, τον Στέφανο, περίπου στην ηλικία μου.
Ίσως να ήτανε Άνοιξη, ίσως Φθινόπωρο, απόγευμα. Από την αυλή του σπιτιού τους, όπου έπαιζα με τον Στέφανο, βλέπαμε ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού προς την Δύση. Ο ήλιος ήταν στο γέρμα του κι έβαφε με ένα υπέροχο ροζ χρώμα κάτι πουπουλένια συννεφάκια. Ο Στέφανος μού λέει: «Τα σύννεφα αυτά σαν κουφέτα δεν είναι;».
Εκείνα τα συννεφάκια έμειναν χαραγμένα στην μνήμη μου. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες το φώτιζαν με ένα παραμυθένιο χρώμα σε πολλές αποχρώσεις του ροζ. Βλέποντάς τα αιστάνθηκα νοσταλγία, χωρίς να ξέρω γιαποιο πράγμα, ανάκατη με μια δόση μελαγχολίας, ίσως γιατί το θέαμα ήταν τόσο μακρινό και άπιαστο, ίσως γιατί σε λίγο δεν θα υπήρχε πλέον.
Εκείνα τα συννεφάκια έμειναν χαραγμένα στην μνήμη μου. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες το φώτιζαν με ένα παραμυθένιο χρώμα σε πολλές αποχρώσεις του ροζ. Βλέποντάς τα αιστάνθηκα νοσταλγία, χωρίς να ξέρω γιαποιο πράγμα, ανάκατη με μια δόση μελαγχολίας, ίσως γιατί το θέαμα ήταν τόσο μακρινό και άπιαστο, ίσως γιατί σε λίγο δεν θα υπήρχε πλέον.
Κάθε που βλέπω ροζ συννεφάκια στο ηλιοβασίλεμα, ψάχνω να βρω εκείνο το συγκεκριμένο, το κουφετί της νηπιακής μου ηλικίας, όταν άρχισα να ανακαλύπτω τα θαύματα του κόσμου. Ακόμη δεν το βρήκα...