Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

389. Το παλιό μπακάλικο (1/5)


        
          Κατ’ αρχήν, η λέξη μπακάλης (bakkal) είναι τουρκικής προέλευσης. Στην τουρκική επικράτεια, μπακάληδες ήσαν κυρίως Έλληνες. Μεταφερόμενη στη γλώσσα μας εύστοχα αποδόθηκε «παντοπώλης» γιατί, πράγματι, πουλούσε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα.
         Ας επισκεφτούμε μαζί ένα μπακάλικο της εποχή του 1950 σε μια λαϊκή συνοικία. Στην πρόσοψη η ξύλινη επιγραφή ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ, από κάτω  ένας προσδιορισμός, π.χ. Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ  και τέλος, φαρδύ-πλατύ το ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη. Πρόσθετες πινακίδες έγραφαν ΕΛΑΙΑ-ΛΙΠΗ και ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ, δηλαδή τρόφιμα (εδώδιμα) και  είδη φερμένα από τις πάλαι ποτέ αποικίες: μπαχάρια, πιπέρια, τσάγια, κλπ.
         Η πόρτα εισόδου ήταν είτε ξύλινη είτε με ρολά (κυματοειδής λαμαρίνα) που κάθε βράδυ ο μαγαζάτορας τα κατέβαζε με μια σιδερένια, γαντζωτή βέργα και τα ασφάλιζε με λουκέτο.  Μία ωστόσο περνούσε ένας  φτωχοδιάβολος με πινέλο και ένα τενεκάκι λάδι και, για λίγα κέρματα, λάδωνε τις κάθετες ράγες για να ανεβοκατεβαίνουν πιο εύκολα τα ρολά.
        Μπαίνοντας, τρύπωνε στα ρουθούνια σου η χαρακτηριστική μυρωδιά του μπακάλικου. Ένα συνονθύλευμα από τις οσμές που ανέδυαν όλα μαζί τα πράγματα που πουλούσε.
        Σε αντίθεση με το σήμερα, τα εμπορεύματα πωλούνταν χύμα. Έτσι ο πελάτης γλύτωνε το κόστος της συσκευασίας που θα έμπαινε στην τιμή και η οικολογία (άγνωστη τότε λέξη) την επιβάρυνση του περιβάλλοντας. Ο μπακάλης έβαζε στη χαρτοσακούλα την ποσότητα που ζητούσε ο πελάτης και την ζύγιζε.  Μια και οι  πλαστικές σακούλες των σημερινών σούπερ μάρκετ ήσαν άγνωστες, ο πελάτης έφερνε μαζί του το δίκτυ ή την πάνινη τσάντα για τα ψώνια, όπως και το μπουκάλι για λάδι, κρασί ή πετρέλαιο.   
        Στη σειρά παραταγμένα τα ειδικά βαρέλια, με βρύση στη βάση, που περιείχαν ελαιόλαδο, σπορέλαιο και φωτιστικό πετρέλαιο. Το φωτιστικό πετρέλαιο, άγνωστο σήμερα, ήταν τότε είδος πρώτης ανάγκης. Απαραίτητο  για τις γκαζιέρες (τριπλή λειτουργία: μαγείρεμα, ζέσταμα νερού για μπάνιο στη σκάφη, θέρμανση), για τις φωτιστικές λάμπες (η ΔΕΗ δεν είχε φτάσει ακόμη παντού, και οι διακοπές ρεύματος ήσαν συχνές) και για…εντριβές στους πουντιασμένους.
       Μου άρεσε να βλέπω την αδιατάρακτη ροή του λαδιού, καθώς σχημάτιζε, θαρρείς, μια χρυσαφιά, συμπαγή βέργα, που έσπαγε με το κλείσιμο της στρόφιγγας. Πιο κει, οι νταμιτζάνες με το πράσινο οινόπνευμα και το ούζο, όλα χύμα...  
(συνεχίζεται)

388. ΤΑ ΤΙΡΜΠΟΥΣΟΝ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΜΠΑΛΟ


Εικονίζεται το έργο μου "Μπάλος" από την συλλογή "Τιρμπουσόν"

387.Τατουάζ και...σπανάκι!

      Στην εποχή μου, το τατουάζ δεν έχαιρε ιδιαιτέρας εκτίμησης. Σχετιζόταν είτε με τον υπόκοσμο, αφού το έβλεπες στους φυλακισμένους και στους ναυτικούς. «Τα κορίτσια των μπαρ του Παναμά πίνουν Μπλου Μουν, οι ναύτες κάνουν τατουάζ…» λέει χαρακτηριστικά ο Τενεσί Ουίλιαμς στο «Καμίνο Ρεάλ». Μέχρι και ο Ποπάυ, το ναυτάκι, έχει στα μπράτσα του άγκυρες. 
Τα τελευταία χρόνια το ταμπού έσπασε. Κάθε νεανικός ώμος, ανδρικός ή γυναικείος, κρύβεται κάτω από ένα μεγάλο σχέδιο. Μικρότερα κοσμούν την γυναικεία οσφυϊκή χώρα ή δίπλα στον αστράγαλο. Οι καλλιτέχνες του είδους κάνουν χρυσές δουλειές.
Οι παλιές κοινωνικές αντιλήψεις όμως είναι βαθειά ριζωμένες.  Αυτό που θεωρείται «χαριτωμενιά» στους νέους, εκλαμβάνεται ως έλλειψη σοβαρότητας στους μεγαλύτερους. Γι’ αυτό δεν βλέπεις μεσήλικους με φρέσκο τατουάζ ούτε  γιατρούς ή δασκάλες. Ίσως έως ότου μεγαλώσουν οι σημερινοί νέοι και γίνουν μεσήλικες, να έχουν αλλάξει και οι αντιλήψεις της κοινωνίας.

386. Καμπαγιέ και...καμπαρέ

      Ανέβηκα στο Ηρώδειο να απολαύσω την τέχνη της διάσημης Ισπανίδας υψιφώνου Μονσεράτ Καμπαγιέ σε μια από τις τελευταίες της εμφανίσεις, καθότι είναι 79 ετών.
       Όταν εμφανίσθηκε στη σκηνή, στηριζόμενη από την μια στο μπράτσο του διευθυντή της ορχήστρας και από την άλλη στο μπαστούνι της, σείστηκε το θέατρο από τα χειροκροτήματα. Δεν είναι λίγο να έχεις ζωντανή μπροστά σου μια ντίβα.
       Το θαύμα τέλειωσε όταν άνοιξε το στόμα της να τραγουδήσει, ενώπιον μικροφώνου (!). Την αδύναμη φωνή της  η μεγαφωνική εγκατάσταση  στάθηκε αδύνατον να αναστήσει. Οι όποιες υψηλές νότες κρατούσαν ελάχιστα. Η χροιά της φωνής της αλλοιωμένη. Κοντολογίς, ένα δράμα. Την έβλεπα και την λυπόταν η ψυχή μου. 
       Στο διάλλειμα τα αρνητικά σχόλια από τους γύρω θεατές έδιναν κι έπαιρναν.
       «Τραγούδησε» συνολικά πέντε ολιγόλεπτες άριες και έκλεισε το πρόγραμμά της με τέσσερα ισπανικά τραγουδάκια.
        Είναι μεγάλη αρετή για ένα καλλιτέχνη ξέρει πότε πρέπει να αποχωρήσει  από το προσκήνιο. Κι είναι λυπηρό γι’ αυτόν που, λόγω χρημάτων ή χειροκροτημάτων, δεν το κάνει και διασύρει τον εαυτό του και την ιστορία του.
       Αποχωρώντας από το Ηρώδειο αισθανόμουν ότι κάποιος με είχε κοροϊδέψει. Η Καμπαγιέ ή οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ Αθηνών; Ή μήπως και οι δύο; Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή κάποιου που έλεγε στην παρέα του: «Τώρα πια η Καμπαγιέ ούτε για καμπαρέ δεν είναι να τραγουδήσει…».

385. Η μισαλλοδοξία κάποιων αθέων

    Υπήρχε ανέκαθεν μια υπολανθάνουσα αντιπάθεια εκ μέρους των θρησκευόμενων απέναντι στους δηλωμένους άθεους. Οι θρησκευόμενοι ανέχονται τους πιστούς άλλων δογμάτων αλλά όχι τους άθεους, που τους θεωρούν περίπου σατανάδες. Κοντολογίς, θέλουν τους άλλους να πιστεύουν οπωσδήποτε σε κάτι, τους ενοχλεί να μην πιστεύουν τίποτε.
Τα τελευταία χρόνια συμβαίνει και το αντίθετο. Αρκετοί από τους δηλωμένους άθεους καταφέρονται εναντίον των εκπροσώπων των θρησκειών και των συμβόλων τους. Μιλούν περιφρονητικά για τους ιερείς, επισκεπτόμενοι κάποιο μοναστήρι με άλλους εκδρομείς αρνούνται να μπουν στην εκκλησία ή ακόμη και στον περίβολο,  απαγορεύουν στα παιδιά τους να μπουν σε ναούς ή να έλθουν σε επαφή με παπάδες κλπ.
Η Ελληνική γλώσσα διαθέτει μια λέξη που περιγράφει επακριβώς αυτές τις συμπεριφορές των μεν και των δε: μισαλλοδοξία. Τρεις λέξεις σε συσκευασία μίας. «Μίσος, άλλος, δόξα». Τουτέστιν, μίσος για τις πεποιθήσεις (δόξα από το ρήμα δοκώ, που σημαίνει νομίζω, πιστεύω) του άλλου. Η κάθε είδους μισαλλοδοξία είναι αφ’ εαυτής ανόητη. Εκφράζει το αντίθετο από το αποδιδόμενο στον Βολταίρο «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».
Ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις θρησκευόμενοι-άθεοι, βάζω μεγαλύτερο άδικο στους δεύτερους. Οι πρώτοι έχουν το ελαφρυντικό του φανατισμού που έχει ο προσήλυτος, ο οποίος θρησκεύεται στηριζόμενος στην πίστη του. Αντιθέτως, ο άθεος υποτίθεται πως στηρίζει τις πεποιθήσεις του στον νου, στην λογική (εκτός κι αν οι πεποιθήσεις αυτές είναι δοτές από τρίτους, π.χ. κάποιο πολιτικό κόμμα στο οποίο ανήκει). Αυτό που δυσκολεύεται να αντιληφθεί ο άθεος είναι ότι ο θρησκευόμενος πιστεύει επειδή έχει την ανάγκη να πιστεύει σε μια δύναμη ανώτερη από τον ίδιο, που θα του συμπαρασταθεί στις δυσκολίες της ζωής, μικρές και μεγάλες, και θα του απαλύνει τον φόβο του θανάτου που τον διακατέχει (όπως όλους μας) με την υπόσχεση μιας μετά θάνατον ζωής. Ο άθεος δεν αισθάνεται προφανώς αυτή την ανάγκη. Με γεια του με χαρά του. Από εκεί και πέρα η όποια  αντιπαράθεσή του με τους θρησκευόμενους αντιστρατεύεται στην ίδια την λογική του, στην οποία στηρίζει όπως  είπαμε, την αθεΐα του.
Ειρήνη υμίν.

(Εικονίζεται το έργο μου "Προσευχόμενος" από την συλλογή "Μπουκάλια")

384. Λεωφορείον ο... τσάμπας

Αγόρασα ένα εισιτήρια από το περίπτερο και πήρα το λεωφορείο για να πάω σε μια δουλειά. Ακύρωσα το εισιτήριο στο ειδικό μηχάνημα και κάθισα στο διπλανό κάθισμα. Πρόσεξα όμως ότι κανείς από τους πεντέξι επιβάτες που ανέβηκαν μαζί μου, δεν έκανε το ίδιο. Φαίνεται πως, από σύμπτωση, όλοι αυτοί έχουν εισιτήριο διαρκείας, σκέφτηκα. Γρήγορα όμως διαπίστωσα ότι ΚΑΝΕΝΑΣ από τους επιβάτες που ανέβαιναν στην συνέχεια δεν ακύρωνε εισιτήριο. Άρχισα να αισθάνομαι σαν τον χαζό της παρέας. Μα, καλά, εισπράκτορας δεν υπάρχει. Μα ούτε και ελεγκτής. Η εταιρεία πώς καλύπτει τα έξοδά της, αφού κανένας δεν πληρώνει; «Φορολογώντας εσένα…» άκουσα μέσα μου μια φωνή.

Άνοιξα την εφημερίδα που κρατούσα. «Αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς σχεδιάζει η κυβέρνηση» έγραφε το πρωτοσέλιδο. «…και χρεώνοντάς σε με μεγαλύτερο εισιτήριο, βλάκα!» συμπλήρωσε η φωνή, μέσα μου.

Αν στη θέση την δική μου βάλεις τον μισθωτό και τον συνταξιούχο, στη θέση του τσαμπατζή επιβάτη τον φοροφυγάδα και στη θέση του εισιτηρίου τους φόρους, παίρνεις μιαν ιδέα για το πώς οι εκάστοτε κυβερνήσεις εννοούν την κοινωνική δικαιοσύνη.

383. Η ευγενής Ευγενία

      Στην μητέρα μου, που έφυγε πρόσφατα πλήρης ημερών, οφείλω όχι μόνο το ζην αλλά  και ένα μεγάλο μέρος του ευ ζην (το υπόλοιπο χρωστώ στους δασκάλους μου, σύμφωνα με τον Μεγαλέξαντρο).
Πολλοί οι λόγοι της οφειλής μου. Ο κυριότερος είναι ότι με μπόλιασε, εξ απαλών ονύχων, με τον πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης.
Όταν τα άλλα παιδάκια μάθαιναν το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια, εγώ άκουγα το τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού» (εδώ). Έτσι, ο δεκαπεντασύλλαβος μπήκε στις νηπιακές μου φλέβες και με μπόλιασε με τον στιβαρό ρυθμό του (χρόνια αργότερα έγραψα «ο δεκαπεντασύλλαβος μοσχοβολάει Ελλάδα»). Το λεκτικό ορυχείο που κρύβουν μέσα τους οι στίχοι του τραγουδιού  αυτού έγιναν κτήμα μου, πριν μάθω καν να διαβάζω. Οι εικόνες του πεθαμένου αδελφού που σηκώνεται από το μνήμα για να καβαλικέψει το σύννεφο-άλογο και να πάρει το άστρο-χαλινάρι όχι μόνο ποτέ δεν με τρόμαξε αλλά με μύησε στην ποίηση. Το φινάλε, όπου η μάνα με την κόρη «αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δυο», κορυφώνεται η τραγικότητα της παραλογής, με εισήγαγε στο δράμα πολλά χρόνια πριν να ανακαλύψω  τους αρχαίους τραγικούς και τον Σαίξπηρ.
Τον «Κυρ Βοριά» (εδώ), ένα άλλο διαμάντι της δημοτικής μας ποίησης η μάνα μου τον απήγγειλε τραγουδιστά. Έτσι μυήθηκα και στη δημοτική μας μουσική.  
Τα παραμύθια που μου έλεγε δεν είχαν σχέση με παπουτσωμένους γάτους (αμφιβάλλω αν τα είχε ακούσει ποτέ). Ήταν η «Σεληνομαλλούσα» και άλλα ελληνικά, παραδοσιακά  παραμύθια.
Εννοείται πως όλον αυτό τον ακουστικό πλούτο, ακούγοντάς τον πάλι και πάλι, τον είχα αποστηθίσει πριν ακόμη πάω στο δημοτικό. Όταν την ρώτησα κάποτε, πού τα είχε μάθει όλα αυτά, απάντησε «τα άκουγα από μικρή» στο νησί της, την Σαλαμίνα.
Όλα αυτά τα ακούσματα όξυναν την φαντασία μου και κούρντισαν κάποιες χορδές ποιητικής ευαισθησίας, που με βοήθησαν αργότερα να εντρυφήσω σε λεπτές αποχρώσεις αισθητικών  απολαύσεων της ζωής.
Μάνα, σ’ ευχαριστώ που με γέννησες, με ανάθρεψες με όλη σου την αγάπη και μου κληροδότησες ένα πνευματικό θησαυρό. Το όνομά σου καθρέφτιζε όλη την ευγένεια της ψυχής σου. Θα σε θυμάμαι πάντα με αγάπη, όσο θα ζω.

(Εικονίζεται το έργο μου "Βρεφοκρατούσα" από την συλλογή "Όστρακα"