Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

344. Ο Παναγιώτης και τα υποκοριστικά του

     Ποιο Ελληνικό όνομα έχει τα περισσότερα υποκοριστικά, 25 τον αριθμό; Ο Παναγιώτης! Μετρείστε τα:
     Τότης, Τοτής (ισχύει και για τον Κωνσταντίνο), Τοτός, Πανάγος, Παναής, Παναγής, Πανάνης, Νότης, Τάκος, Τάκης, Τάτσης, Γιώτης, Πότης, Πανίκος, Πανίκας,Παναγιωτάκης, Παναγιωτάκoς, Παναγιώταρος, Πάνος, Πανούσος, Πανούσης, Πανούλης, Πανούτσος,  Πάκης (ισχύει και για τον Προκόπη), Νάνος.
     Εξ αυτών, μόνο το "Τοτός" δεν συνίσταται. Όλοι θα του λένε: "το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;"

(Έφιππος εικονίζεται ένας διάσημος Πανίκας!)

343. Ο φίλος μου, ο κότσυφας







 


Τώρα το χειμώνα με το κρύο, αντί να βάζω τα φρούτα στο ψυγείο και να πιάνουν χώρο, τα αφήνω έξω, σε ένα πανέρι. Αυτό όμως το παρατήρησε ο άγρυπνος γείτονάς μου, που φωλιάζει  στα γύρω δέντρα, ο κότσυφας.  Κι όταν δεν τον βλέπω, έρχεται στα κρυφά και τσιμπολογά κάποιο μήλο.

Μια μέρα τον πέτυχα. Ήμουν πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας όταν  τον είδα να προσγειώνεται δίπλα στο πανέρι. Έκανα ησυχία μην τον τρομάξω και φύγει. Κοίταξε αριστερά-δεξιά για να βεβαιωθεί πως ήταν ασφαλής κι άρχισε με το κεχριμπαρένιο ράμφος του να τσιμπά τη σάρκα του κόκκινου μήλου. Ώσπου να φέρω την φωτογραφική μηχανή, είχε εξαφανιστεί.

Οι κρυφές επισκέψεις του στο πανέρι είναι συχνές. Είναι όμως διακριτικός. Αντί να τσιμπά κάθε φορά διαφορετικό μήλο και να τα τρυπά όλα, συνεχίζει εκείνο που άρχισε την προηγούμενη μέρα, μεγαλώνοντας την τρύπα. Το παίρνω, λοιπόν, το καθαρίζω με ένα μαχαίρι και τρώω το υπόλοιπο. Έτσι, στο φρούτο μου έχω συνδαιτυμόνα τον κότσυφα. Μολονότι μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό, ποτέ δεν τρώμε μαζί.

Τον βλέπω συχνά να βολτάρει αμέριμνος στον κήπο. Με την κατάμαυρη, γυαλιστερή φορεσιά του περπατά καμαρωτός-καμαρωτός, σαν τον κυρ-Σταύρο, τον διάσημο κότσυφα, στο παραμυθάκι του Σαββόπουλου. Τότε θυμάμαι κι εκείνο το παλιό δίστιχο «κάνει κρύο, κάνει τσίφι / για το δόλιο το κοτσύφι», θαμμένο στο μνήμη μου από κάποιο αναγνωστικό του δημοτικού.  Μια και πιάσαμε φιλία, έστω εν αγνοία του, φροντίζω πάντα να υπάρχει ένα τουλάχιστον μήλο στο πανέρι, μην τον αφήσω νηστικό.

Κάπου διάβασα με αποτροπιασμό πως μερικοί κυνηγάνε τους κότσυφες για το νόστιμο κρέας τους και άλλοι τους βάζουν στο κλουβί για να απολαμβάνουν το κελάιδισμα τους. Θα ήθελα να ήξερα την γλώσσα των πουλιών για να γράψω σε μια πινακίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΖΩΝΗ» και να την κρεμάσω στην αυλή μου. Και να έρχονται «όλα τα πουλιά του δάσους, μπεκάτσες, τσίχλες, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια» που λέει και ο  Σαββόπουλος στο ίδιο παραμύθι, για να κάνουν παρέα στον φίλο μου, τον κότσυφα, να μην νιώθει μόνος.

Άσε που σκέπτομαι να φυτέψω και μια μηλιά στον κήπο για να τρώει τα μήλα του «στην πηγή», σαν άρχοντας κι όχι σαν κλέφτης από το πανέρι. Κι εκείνος πετώντας από κλαρί σε κλαρί, να με ευφραίνει με την παρουσία του και το κελάηδισμά του, που είναι πιο γλυκό και φασαριόζικο την  άνοιξη.

342. Έγχρωμα Ελληνάκια

         Βλέπω στην τηλεόραση νέα παιδιά να μιλάνε αψεγάδιαστα τα Ελληνικά, μολονότι έχουν ξενικά ονόματα και μερικά είναι έγχρωμα. Είναι παιδιά μεταναστών γεννημένα στην Ελλάδα. Ο λόγος τους είναι συγκροτημένος και έχουν πλούσιο λεξιλόγιο. Μακάρι πολλά αμιγώς Ελληνάκια να μιλούσαν έτσι.
Τα καμαρώνω και νιώθω εθνική υπερηφάνεια. Ολοζώντανο και διαχρονικό το  «…οι της Ελληνικής παιδείας μετέχοντες».
Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους Ελλαδίτες είμαστε απόγονοι  ξένων κατακτητών ή μεταναστών. Τρίτης, δεκάτης, εκατοστής ή τριακοσιοστής γενιάς. Ίχνη υπάρχουν σε επίθετα, γλωσσικά ιδιώματα ή χαρακτηριστικά.
Η μόνη διαφορά  μας με τα νεο-Ελληνάκια βρίσκεται μόνο σε έναν αριθμό: στον  αριθμό της γενιάς.
Η ακατάλυτη δύναμη του ελληνικού έθνους, όπως απορρόφησε και ενσωμάτωσε στο παρελθόν κάθε ξένο στοιχείο, έτσι θα κάνει και με τους νέους μετανάστες που πολιτογραφούνται Έλληνες. 

341. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ

Βρήκα αυτό το κλαδί από θαλάσσιο φυτό ξεβρασμένο σε μιαν ακρογιαλιά. Το στέγνωσα και το στήριξα σε ένα κέλυφος από μύδι. Το σχήμα του μου θυμίζει έντονα δυο φιγούρες μπλεγμένες σε τρελό χορό.
Του έδωσα τον τίτλο "Ο χορός των καταραμένων" εμπνευσμένο από την παλιά αντιπολεμική ταινία. Έργο από την συλλογή μου "Όστρακα".

340. "Άντε ρε, λούστρο!"

Πάμε πίσω στις δεκαετίες ’50 και ’60. Τα αντρικά παπούτσια, ήσαν συνήθως ταλαιπωρημένα και  σκονισμένα από τους χωματόδρομους, αφού οι ασφαλτόδρομοι σπάνιζαν.

Ο μόνος τρόπος ευπρεπισμού τους  ήταν να τα βάψεις με την αλοιφή «Κάμελ», που βρίσκεις και σήμερα. Διαφορετικά κατέφευγες στους υπαίθριους στιλβωτές, τους λούστρους. Κρεμασμένο στον ώμο με λουρί είχαν το κινητό μαγαζί τους, δηλαδή το σκαμνί και το ξύλινο κασελάκι με τα σύνεργά τους. Άλλο μικρό και απέριττο κι άλλο  μεγάλο, πολυτελείας, με  μπρούτζινες διακοσμήσεις.

Ψάρευαν πελατεία τριγυρνώντας στα καφενεία. Ο πελάτης έπινε τον καφέ, κάπνιζε το τσιγάρο ή διάβαζε την εφημερίδα κι ο λούστρος σκυμμένος γυάλιζε τα παπούτσια του.

Όμως οι λούστροι έκαναν πιάτσα και σε πολυσύχναστα μέρη. Έξω από κινηματογράφους, σε πλατείες ή σε κεντρικούς δρόμους, κατά μόνας ή  παραταγμένοι σε σειρά.

Ο πελάτης ακουμπούσε το πόδι στο κασελάκι, στην υπερυψωμένη υποδοχή και ο λούστρος αναλάμβανε τα υπόλοιπα: δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και  έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με  ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.

Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή  χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.

Το επάγγελμα ασκούσαν όλες οι ηλικίες. Από πιτσιρικάδες, τα «λουστράκια», όπως τα έλεγαν, μέχρι σεβάσμιοι γέροι. Οι βιοποριστικές ανάγκες της εποχής δεν έκαναν διακρίσεις.

Λουστράκια εμφανίζονταν συχνά στις Ελληνικές ταινίες, με αποκορύφωμα «Το λουστράκι», το 1962. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ελία Καζάν τα εμφανίζει στην ταινία του «Αμέρικα, Αμέρικα» ενώ ο Χατζιδάκις που έγραψε τη μουσική, τους αφιερώνει ξεχωριστό κομμάτι με τίτλο «Τα λουστράκια», σε στίχους Γκάτσου. 

Παρά την κινηματογραφική δημοφιλία τους όμως οι λούστροι δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην κοινωνία. Συνηθισμένη η βρισιά «άντε ρε, λούστρο!» ενώ οι γονείς συμβούλευαν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τα γράμματα ή την τέχνη «για να μην καταντήσεις  λούστρος». 

Η εικόνα στα στεγασμένα στιλβωτήρια ήταν διαφορετική. Υπερυψωμένες πολυθρόνες στη σειρά, σαν θρόνοι, υποδέχονταν τους πελάτες, δίνοντάς τους μια  ψευδαίσθηση αρχοντιάς. Οι στιλβωτές δούλευαν όρθιοι ή καθισμένοι σε καρέκλα αντί το χαμηλό σκαμνί των υπαίθριων συναδέλφων τους.

Τα διάφορα αυτογυαλιστικά  φιαλίδια και σφουγγαράκια,  που άρχισαν να εμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε συνδυασμό με την ασφαλτόστρωση όλων των δρόμων και την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε, εξαφάνισε το επάγγελμα του λούστρου.

Σήμερα κασελάκια βρίσκεις μόνο στα παλιατζίδικα, στο Μοναστηράκι,  και βεβαίως στις παλιές Ελληνικές ταινίες. Εύχομαι κι ελπίζω η σοβούσα οικονομική κρίση να μην αναγκάσει τον κόσμο να τα ανασύρει από την αφάνεια και τα ενεργοποιήσει πάλι…

339. Οι θρησκείες στο τάσι της ζυγαριάς

 Ας υποθέσουμε πως έχουμε μπροστά μας μια ζυγαριά παλιού τύπου, εκείνη με τα τάσια. Στο ένα τάσι ας μπορούσαμε να βάλουμε όλα τα κακά που προξένησαν στην ανθρωπότητα όλες τις θρησκείες όλων των εποχών, από καταβολής κόσμου.  Δηλαδή:
·        Το αίμα που χύθηκε εξ αιτίας τους ή στο όνομά τους: ανθρωποθυσίες, ιεροί πόλεμοι, σταυροφορίες, φόνοι από φανατικούς (π.χ. της μαθηματικού Υπατίας), λιθοβολισμοί μοιχαλίδων, θανάτωση μοιχών, θύματα ιεράς εξέτασης, θανάτωση μαρτύρων, αυτοθυσίες μαρτύρων, τραυματισμοί, βασανισμοί, βιασμοί, ακρωτηριασμοί (κλειτοριδεκτομές), που έγιναν κατ’ επιταγήν ή εξ αιτίας κάποιας θρησκέίας.
·        Οι φυλακίσεις, ο πόνος, η οδύνη, η εξαθλίωση, οι διώξεις, η ορφάνια που υπέστησαν  τα θύματα των ως άνω ενεργειών αυτών αλλά και οι συγγενείς τους.
·        Το κακό που έκαναν οι θρησκείες σε μικρά παιδιά, τα οποία εγκλείστηκαν  δια βίου σε μοναστήρι επειδή ήταν «ταμένα» από τους γονείς τους, αυτά που βιάστηκαν από καθολικούς ιερείς.
·        Οι παντοειδείς κακοποιήσεις γυναικών από τους συζύγους επειδή αυτό επιτάσσουν ή επιτρέπουν οι κανόνες της θρησκείας.
·        Οι στερήσεις υλικών αγαθών και στοιχειωδών απολαύσεων στις οποίες έχουν αυτοβούλως υποβληθεί οι τηρούντες τους κανόνες της θρησκείας τους και προσβλέποντες σε μετά θάνατον ζωή.
·        Οι ενοχές που βασάνισαν τους παραβάτες των θρησκευτικών κανόνων και οι ψυχοσωματικές συνέπειές τους.
Ο κατάλογος αυτός είναι μόνον ενδεικτικός. Η δημιουργία πλήρους θα μπορούσε να είναι θέμα διδακτορικής διατριβής.

Στο άλλο τάσι ας μπορούσαμε να βάλουμε όλα τα καλά που επέφεραν στην ανθρωπότητα όλες οι θρησκείες, όλων των εποχών. Δηλαδή:
·        Παρηγορία, ψυχολογική στήριξη  σε δύσκολες καταστάσεις
·        Αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου
·       Αποτροπή βλαπτικών πράξεων πάνω στην ζωή, στην τιμή και στην περιουσία άλλων ανθρώπων
·        Αγαθοεργίες, φιλανθρωπικό έργο
·        Συνεισφορά σε εθνικά θέματα
·        Ψυχική γαλήνη, πνευματικές ηδονές στους έχοντες την έφεση.
Και αυτός ο κατάλογος είναι ενδεικτικός ενώ ένας πλήρης θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας άλλης διδακτορικής διατριβής.

Το ερώτημα τώρα είναι, προς τα πού φαντάζεται κανείς πως θα έγερνε η ζυγαριά; Ομολογώ πως δεν είμαι βέβαιος ότι γνωρίζω την απάντηση. Σε σχετική δημοσκόπηση, η γνώμη μου θα καταχωριζόταν  στην κατηγορία «δεν ξέρω, δεν απαντώ». Πολύ θα ήθελα όμως να έβλεπα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας δημοσκόπησης. Λένε πάλι πως, μερικές φορές, μεγαλύτερη σημασία έχει η ερώτηση παρά η απάντηση. Εσύ τι πιστεύεις, φίλε αναγνώστη;

338. Το μυστήριο των στίχων του Σαββόπουλου

Εδώ και χρόνια έχω επισημάνει ένα φαινόμενο που, με την πάροδο των ετών, διόλου δεν αμβλύνεται αλλά συνεχίζει ακάθεκτο. Ποιο είναι αυτό; Διαβάζοντας άρθρα, ρεπορτάζ και σχόλια σε εφημερίδες και περιοδικά, κάθε τόσο πέφτω πάνω σε μιαν "ατάκα", ένα απόσπασμα από στίχο του Σαββόπουλου, που βάζει ο συντάκτης του, χωρίς να αναφέρει την πηγή, για να χρωματίσει το κείμενό του.  Επειδή συμβαίνει να ξέρω όλους τους στίχους από τα τραγούδια του Διονύση, την εντοπίζω αμέσως.

Σήμερα, για παράδειγμα, διαβάζοντας την «Καθημερινή», στο ίδιο φύλο, έπεσα πάνω σε δύο τέτοιες περιπτώσεις. Ο τίτλος του άρθρου του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη ήταν Τι να φταίν’ οι εκπρόσωποι… (χωρίς εισαγωγικά) παρμένο  από το πασίγνωστο τραγούδι «Ας κρατήσουν οι χοροί». Στην τελευταία σελίδα,  ο Σταύρος Λυγερός κλείνει το άρθρο του λέγοντας: Το επόμενο διάστημα η ΔΗΜΑΡ θα βρεθεί στη μέγγενη, γεγονός που θα την υποχρεώσει να ξεκαθαρίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».  Η τελευταία φράση είναι φυσικά παρμένη από το παλιό τραγούδι «Οι παλιοί μας φίλοι».

Πολλές φορές σκέφτηκα στο παρελθόν να πάρω ένα ψαλίδι και να φτιάξω μια συλλογή με αποκόμματα  με ατάκες από στίχους του Διονύση. Θα είχα γεμίσει ένα άλμπουμ ως τώρα.

Αναρωτιέμαι τι το ιδιαίτερο έχουν  οι στίχοι του Σαββόπουλου, συχνά γραμμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες, και διατηρούν την επικαιρότητά τους, ενώ κάποιοι έγιναν σλόγκαν, όπως «στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει». Γιατί άραγε τέτοιο πράγμα δεν έχει ξανασυμβεί με άλλο στιχουργό ή ποιητή μας; Δεν μπόρεσα να βρω μιαν απάντηση. Το μυστήριο παραμένει. Καμιά ιδέα;

337. Η παγίδα του «να περνάμε καλά»

         Στα χρόνια  του ξεσαλώματος που έφερε η  ψεύτικη ευημερία με δανεικά,  η συνηθισμένη ευχή-σύνθημα που εφευρέθηκε και επικράτησε ήταν «να περνάμε καλά». Προσέξτε, μην την συγχέουμε με την ευχή «να είσαι καλά», την συνήθη απάντηση στο «ευχαριστώ»,  που σημαίνει «να είσαι καλά στην υγεία σου». Αντίθετα, το «να περνάμε καλά» έχει έντονο μέσα του το στοιχείο της ευδαιμονίας, της καλοπέρασης με υλικά αγαθά. 
Δεν έχω τίποτε με το «να περνάμε καλά». Κανείς φυσικά δεν θέλει να  περνά άσχημα. Εξαρτάται όμως τι εννοούμε με το «καλά». Κανονικά η λέξη αυτή περιέχει την έλλειψη πενίας, την καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος, την αγάπη και την κοινωνική αλληλεγγύη, την αρμονία και την ψυχική ισορροπία. Όμως, η αφθονία του χρήματος, άσπρου και μαύρου,  που κυκλοφορούσε διέβρωσε τα πάντα, ακόμη και την έννοια του  «να περνάμε καλά». Αφαίρεσε όλα τα πνευματικά στοιχεία του και περιορίστηκε σε ένα:  την υλική ηδονή, την κραιπάλη.
Τα πράγματα τώρα άλλαξαν. Η ώρα σήμανε δώδεκα και η Σταχτοπούτα έχασε τα πολυτελή ρούχα της, η χρυσή άμαξα εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και εκείνη ξαναντύθηκε στα κουρέλια.
Τώρα είναι η ευκαιρία να ξαναδώσουμε στο «να περνάμε καλά» το σωστό του νόημα. Να κοιτάξουμε μέσα μας, να επανασυνδεθούμε με τους φίλους και την κοινωνία, να ξαναβρούμε το «εμείς» αφού ο νεοπλουτισμός μάς έχτισε μέσα στο «εγώ». Μπορούμε «να περνάμε καλά» με πενιχρά μέσα. «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας». Τελικά, αυτοί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν πει όλα!  

336. Το σουτάρισμα της συζύγου

         Το ξεσάλωμα των τελευταίων δεκαετιών, με δανεικά, πέραν των γνωστών αποτελεσμάτων, ανεργία, μειώσεις μισθών και συντάξεων κλπ, είχε και κάποιες άλλες «παράπλευρες απώλειες», για να χρησιμοποιήσω την κυνική στρατιωτική ορολογία, που αναφέρεται στους θανάτους αμάχων. Πολλά τα κρούσματα αλλά δύσκολα διακρίνονται. Θύτες οι άνδρες, θύματα οι γυναίκες, μολονότι έχω υπόψη μου περιπτώσεις όπου συνέβη το αντίθετο. Εξηγούμαι:
Εδώ και κάποια χρόνια έχω διαπιστώσει ένα φαινόμενο στον επαγγελματικό μου χώρο, τον τραπεζικό. Ενώ κάποιοι συνάδελφοι ξεκίνησαν από απλοί υπάλληλοι, όταν κατέλαβαν διευθυντικές θέσεις κι  έπιασαν λεφτά, εκεί στην ηλικία γύρω στα πενήντα, χώρισαν τις γυναίκες, παράτησαν τα παιδιά τους και παντρεύτηκαν κατά πολύ νεότερες υφιστάμενές τους.
Το ίδιο παρατήρησα σε άλλα τα επαγγέλματα: δικηγόροι, γιατροί, επιχειρηματίες, κλπ. Όλοι τους είχαν ένα κοινό παρονομαστή: ξεκίνησαν φτωχοί κι έγιναν πλούσιοι. Σε αυτό το κλίμα, μετά το εξοχικό, την τζιπούρα, τα πούρα, το σκάφος και το πρωτοκλασάτα ρεστοράν, ήλθε η σειρά της συζύγου. Μέσα στη μέθη που προκαλεί η γρήγορη άνοδος σε συνδυασμό με τον φόβο των επερχομένων γηρατειών, την κολακεία της νεαρής συντρόφου, (που ο αφελής νομίζει πως θαυμάζει την λεβεντιά και όχι το πορτοφόλι του) και την επικρατούσα άποψη «να περνάμε καλά», δεν διστάζει να σουτάρει την γυναίκα που του παραστάθηκε στα δύσκολα χρόνια, να παρατήσει τα παιδιά του και να στήσει μια νέα οικογένεια.
Η φιλαυτία, ο εγωκεντρισμός, ο ναρκισσισμός και ο φιλοτομαρισμός σε όλο του το μεγαλείο.  
Ελπίζω ότι το τέλος εποχής που σήμανε η έλευση της οικονομικής κρίσης θα περιορίσει αυτό το απαράδεκτο κοινωνικό φαινόμενο. Πώς το είχανε πει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; «Ουδέν κακόν αμιγές καλού».

335. Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ

Περπατώντας στο δάσος, βρήκα το άδειο καύκαλο της μικρής χελώνας. Πρόσθεσα τέσσερα όστρακα για πόδια και ένα ακόμη για κεφάλι και, κυρίες και κύριοι, ιδού ο χρυσός πρωταθλητής στο βάθρο, έτοιμος να στεφανωθεί, αφού νίκησε τον λαγό στον αγώνα δρόμου, όπως μας διαβεβαιώνει ο κύριος Αίσωπος.