Πάμε πίσω στις δεκαετίες ’50 και ’60. Τα αντρικά παπούτσια, ήσαν συνήθως ταλαιπωρημένα και σκονισμένα από τους χωματόδρομους, αφού οι ασφαλτόδρομοι σπάνιζαν.
Ο μόνος τρόπος ευπρεπισμού τους ήταν να τα βάψεις με την αλοιφή «Κάμελ», που βρίσκεις και σήμερα. Διαφορετικά κατέφευγες στους υπαίθριους στιλβωτές, τους λούστρους. Κρεμασμένο στον ώμο με λουρί είχαν το κινητό μαγαζί τους, δηλαδή το σκαμνί και το ξύλινο κασελάκι με τα σύνεργά τους. Άλλο μικρό και απέριττο κι άλλο μεγάλο, πολυτελείας, με μπρούτζινες διακοσμήσεις.
Ψάρευαν πελατεία τριγυρνώντας στα καφενεία. Ο πελάτης έπινε τον καφέ, κάπνιζε το τσιγάρο ή διάβαζε την εφημερίδα κι ο λούστρος σκυμμένος γυάλιζε τα παπούτσια του.
Όμως οι λούστροι έκαναν πιάτσα και σε πολυσύχναστα μέρη. Έξω από κινηματογράφους, σε πλατείες ή σε κεντρικούς δρόμους, κατά μόνας ή παραταγμένοι σε σειρά.
Ο πελάτης ακουμπούσε το πόδι στο κασελάκι, στην υπερυψωμένη υποδοχή και ο λούστρος αναλάμβανε τα υπόλοιπα: δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.
Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.
Το επάγγελμα ασκούσαν όλες οι ηλικίες. Από πιτσιρικάδες, τα «λουστράκια», όπως τα έλεγαν, μέχρι σεβάσμιοι γέροι. Οι βιοποριστικές ανάγκες της εποχής δεν έκαναν διακρίσεις.
Λουστράκια εμφανίζονταν συχνά στις Ελληνικές ταινίες, με αποκορύφωμα «Το λουστράκι», το 1962. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ελία Καζάν τα εμφανίζει στην ταινία του «Αμέρικα, Αμέρικα» ενώ ο Χατζιδάκις που έγραψε τη μουσική, τους αφιερώνει ξεχωριστό κομμάτι με τίτλο «Τα λουστράκια», σε στίχους Γκάτσου.
Παρά την κινηματογραφική δημοφιλία τους όμως οι λούστροι δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην κοινωνία. Συνηθισμένη η βρισιά «άντε ρε, λούστρο!» ενώ οι γονείς συμβούλευαν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τα γράμματα ή την τέχνη «για να μην καταντήσεις λούστρος».
Η εικόνα στα στεγασμένα στιλβωτήρια ήταν διαφορετική. Υπερυψωμένες πολυθρόνες στη σειρά, σαν θρόνοι, υποδέχονταν τους πελάτες, δίνοντάς τους μια ψευδαίσθηση αρχοντιάς. Οι στιλβωτές δούλευαν όρθιοι ή καθισμένοι σε καρέκλα αντί το χαμηλό σκαμνί των υπαίθριων συναδέλφων τους.
Τα διάφορα αυτογυαλιστικά φιαλίδια και σφουγγαράκια, που άρχισαν να εμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε συνδυασμό με την ασφαλτόστρωση όλων των δρόμων και την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε, εξαφάνισε το επάγγελμα του λούστρου.
Σήμερα κασελάκια βρίσκεις μόνο στα παλιατζίδικα, στο Μοναστηράκι, και βεβαίως στις παλιές Ελληνικές ταινίες. Εύχομαι κι ελπίζω η σοβούσα οικονομική κρίση να μην αναγκάσει τον κόσμο να τα ανασύρει από την αφάνεια και τα ενεργοποιήσει πάλι…