Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

557. H Ελληνική σκέψη

Είμαι Έλληνας στον τρόπο σκέψης σημαίνει: Δεν δέχομαι τίποτε το δογματικό, ρωτώ το γιατί, αμφισβητώ, ζητώ τεκμηρίωση, απεμπολώ οτιδήποτε αντίκειται στην κοινή λογική και στον ορθολογισμό, φιλοσοφώ.

Η εφαρμογή του δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Οδηγεί στην αναθεώρηση πολλών και θεμελιωδών πεποιθήσεών μας (θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτικών, κοσμοθεωρητικών) την οποία δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε. Την αναθεώρηση αυτή αποτρέπει η πολυετής και πολλαπλή πλύση εγκεφάλου που έχουμε ασυνείδητα υποστεί σε συνδυασμό με την φαινομενική ασφάλεια που παρέχει η πίστη σε εσφαλμένες αλλά παγίως εδραιωμένες αντιλήψεις μας.

Έτσι προτιμάμε να ζούμε στη βολική και εφησυχαστική πλάνη μας αγνοώντας το αίσθημα της ελευθερίας και αφοβίας που προσφέρει ο ελληνικός τρόπο σκέψης. 

(Εικονίζεται ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο παγκόσμιος θεμελιωτής της λογικής, τον οποίο ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως τον πρώτο Έλληνα φιλόσοφο)  

556. Για την ταμπακιέρα

Στην δεκαετία του '50 ήταν ακόμη η εποχή της "αθωότητας" για το τσιγάρο.  Ο κόσμος δεν είχε ακόμη αντιληφθεί την άμεση σχέση ανάμεσα στο κάπνισμα και στις καρδιοπάθειες και τον καρκίνο του πνεύμονα. Κι αν ακόμη υπήρχαν στοιχεία από επιστημονικές έρευνες, οι πανίσχυρες  καπνοβιομηχανίες  φρόντιζαν να τα πνίγουν.

Οι πάντες κάπνιζαν αρειμανίως μέσα σε κλειστούς χώρους με παιδιά, ασθενείς και εγκύους, ανύποπτοι για την ζημιά που έκαναν στον εαυτό τους και τους άλλους. Το κάπνισμα εθεωρείτο "σικ", βοηθούντος του κινηματογράφου, Ελληνικού και ξένου, όπου δεν νοείτο ηθοποιός χωρίς τσιγάρο στο χέρι. Στο πλαίσιο του σικάτου καπνίσματος τσιγάρων εφευρέθηκαν διάφορα αξεσουάρ: πίπες με φίλτρο, (οι γυναικείες ιδιαίτερα μακριές), αναπτήρες τενεκεδένιοι, χρυσοί και ασημένιοι, (διασημότερη μάρκα ήταν η Ronson) και ταμπακιέρες, σιγαροθήκες όπως τις έλεγαν τότε στην καθαρεύουσα ή τσιγαροθήκες επί το λαϊκότερον.

Τσιγαροθήκες, λοιπόν, υπήρχαν δύο λογιών: οι επιτραπέζιες και της τσέπης:

Οι επιτραπέζιες ταμπακιέρες ήσαν κομψά κουτιά που περιείχαν χύμα τσιγάρα σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων, υλικών και  μηχανισμών. Στις απλές, σήκωνες το καπάκι και έβγαζες ένα τσιγάρο από αυτά που ήσαν τοποθετημένα στη σειρά. Αλλού, με το πάτημα ενός κουμπιού σηκωνόταν αυτόματα το καπάκι και αποκάλυπτε ένα κυλινδρικό κουτί μέσα στο οποίο τα τσιγάρα στέκονταν όρθια σε λοξή θέση. Τις εύρισκες κυρίως στα σαλόνια των σπιτιών, για να προσφέρουν τσιγάρα στους μουσαφίρηδες και στο τραπεζάκι επισκεπτών στα γραφεία. Δίπλα υπήρχε συνήθως ένας επιτραπέζιος αναπτήρας δηλαδή ένας Ronson χωμένος σε ένα διακοσμητικό σώμα.

Οι τσιγαροθήκες τσέπης ήταν κασετίνες από δέρμα ή μέταλλο ενίοτε διακοσμημένες με ερωτικά θέματα όπως η εικονιζόμενη, την οποία τροφοδοτούσαν αδειάζοντας το κουτί με τα τσιγάρα. Ένα  λαστιχάκι ή μια μικρή μπάρα κρατούσε τα τσιγάρα στη θέση τους. Γιατί αυτή η μανούβρα; Ε, είπαμε, η ταμπακιέρα ήταν πιο σικάτη από ένα κοινό τσιγαροκούτι. Αργότερα, όταν προστέθηκε φίλτρο στα τσιγάρα και μπήκαν σε ορθογώνιο κουτί λάνσαραν δερμάτινες θήκες όπου έμπαινε αυτούσιο το κουτί με τα τσιγάρα.   

Ο αναπτήρας και η τσιγαροθήκη τσέπης ήταν ένα συνηθισμένο δώρο σε καπνιστές. Θυμηθείτε την "Ταμπακιέρα" με τη Σοφία Βέμπο.

Σήμερα η ταμπακιέρα έχει μπει στο περιθώριο. Μας την θυμίζει κυρίως  η παροιμιώδης έκφραση "για την ταμπακιέρα δεν μίλησε καθόλου" εννοώντας την ουσία της υπόθεσης.

555. Η παραγνωρισμένη αξία του δημοτικού σχολείου


(εικονίζεται το σχολείο Αγίας Παρασκευής, Λέσβου) 

Το δημοτικό σχολείο θεωρείται, ορθώς, προθάλαμος για την μέση, ανωτέρα και ανωτάτη εκπαίδευση. Είναι όμως και ένας αυθύπαρκτος, ολοκληρωμένος κύκλος σπουδών, που καλύπτει την βασική εκπαίδευση. Σε έξι χρόνια εκεί συντελούνται θαύματα: το παιδί, tambula rasa, μαθαίνει γραφή και ανάγνωση, τους κανόνες της γραμματικής και  αποκτά ένα θησαυρό γνώσεων. Μαθαίνει: 

Όλο τον κύκλο της ιστορίας: από τους υπέροχους ελληνικούς μύθους, (Ηρακλής, Θησέας κλπ), δωδεκάθεο, περνά στην αρχαία ιστορία και τους κλασικούς χρόνους, περιδιαβαίνει τον Μεγαλέξανδρο, φθάνει στο βυζάντιο και καταλήγει στην επανάσταση του 1821 και στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Έτσι το παρελθόν, για τον μαθητή, δεν είναι πλέον μια σκοτεινή σπηλιά αλλά μια κινηματογραφική ταινία με έντονα χρώματα, που του καθορίζει το χρονικό στίγμα του ίδιου μέσα στην ανθρωπότητα. 
Πρακτική αριθμητική και γεωμετρία: πράξεις, κλάσματα, δεκαδικοί, απλή μέθοδος των τριών,  δυνάμεις, ρίζες,  γεωμετρικά σχήματα, εμβαδόν, όγκος, επίλυση προβλημάτων. 
Φυσική πειραματική και χημεία:  διαστολή-συστολή σωμάτων, φυγόκεντρος και κεντρομώλος δύναμη, μοχλοί,  φακοί, κάτοπτρα, διάθλαση, αρχή Αρχιμήδη και πολλά άλλα που, μαζί με την αριθμητική και την γεωμετρία,  τού παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια για την άσκηση τεχνών. 
Πατριδογνωσία (πορθμός, ισθμός, σκόπελος, ύφαλος, οροπέδιο, πεδιάδα, πρόποδες) και μετά γεωγραφία, ελληνική και παγκόσμια, που καθορίζει το στίγμα του πάνω στη γη. 
Θρησκευτικά, γυμναστική, ωδική, χειροτεχνία, την αγάπη προς την πατρίδα και το περιβάλλον και πολλά άλλα που συμπληρώνουν τις γνώσεις του και τον βοηθούν να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.  

Ένας επιμελής απόφοιτος του δημοτικού όχι μόνο δεν έχει τίποτε να ζηλέψει αλλά και υπερτερεί έναντι ενός αμελούς απόφοιτου του γυμνασίου ή λυκείου, ενίοτε και του πανεπιστημίου. Πολλοί επιτυχημένοι επιχειρηματίες, όπως ο Μποδοσάκης, ήσαν του δημοτικού.  

Την θεμελιώδη αξία του δημοτικού αντιλαμβανόμαστε άμεσα αν συγκρίνουμε έναν απόφοιτό του με έναν αναλφάβητο, τον οποίο ο λαός εύστοχα παρομοιάζει με ξύλο απελέκητο. 

Οι γραμματικές γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση των περισσοτέρων επαγγελμάτων αλλά και για την κάλυψη των αναγκών της καθημερινής μας ζωής είναι εκείνες που παρέχονται στο δημοτικό σχολείο. 

Μόλις πριν από λίγες δεκαετίες την χώρα μας μάστιζε ο αναλφαβητισμός. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έκλειναν την πόρτα του σχολείου σε παιδιά, κυρίως της επαρχίας, των οποίων οι γονείς κρατούσαν για τις αγροτικές δουλειές, ενώ επικρατούσε η αντίληψη "κορίτσι είναι δεν χρειάζεται γράμματα". Ο προπάππος μου δεν έστειλε την γιαγιά μου σχολείο "για να μην διαβάζει ραβασάκια". 

Στην εποχή μας και στην χώρα μας τείνει να εκλείψει ο αναλφαβητισμός. Με εξαίρεση ορισμένες ομάδες πληθυσμού, (όπως οι αθίγγανοι, για άλλους κοινωνικούς λόγους) κάθε γονιός θέλει το παιδί του να μάθει  γράμματα, τελειώνοντας τουλάχιστον την βασική εκπαίδευση. Όχι μόνο επειδή το επιβάλλει ο νόμος αλλά γιατί αναγνωρίζει την αναγκαιότητά της για μια καλλίτερη μοίρα.  

Πίσω, βέβαια, από το δημοτικό σχολείο, υπάρχουν οι ήρωές του, οι δάσκαλοι, που προσφέρουν το "ευ ζην" στους μαθητές τους. 

Η σύγχρονη μορφή αναλφαβητισμού είναι η έλλειψη γνώσεων στον χειρισμό του ηλεκτρονικού υπολογιστή και αφορά τις νεότερες ηλικίες. Όσο για τις μεγαλύτερες, εκεί βαίνει μειούμενος για ευνόητους λόγους...    

554. Η επαφή μας με την βροχή

Όταν είμαστε παιδιά είχαμε μιαν άμεση σχέση με την βροχή. Πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια φορώντας αδιάβροχο και γαλότσες,  παίζαμε μέσα στη βροχή τραγουδώντας το "βρέχει, χιονίζει / το μάρμαρο ποτίζει / κι η γάτα μαγειρεύει / κι ο ποντικός χορεύει" κι όταν ψιλόβρεχε με ήλιο το "ήλιος και βροχή / παντρεύονται οι φτωχοί / ήλιος και φεγγάρι / παντρεύονται οι γαϊδάροι". 

Πιο μεγάλοι, ταξιδεύαμε με το λεωφορείο κρατώντας μια ομπρέλα που συχνά αναποδογύριζε ο αέρας, μουσκεύαμε αλλά δεν μας ένοιαζε.   

Σήμερα βλέπουμε την βροχή μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου μας ή των παράθυρων του σπιτιού και του γραφείου μας. Την χαζεύουμε όπως τα ψάρια στο ενυδρείο, πίσω από την ασφάλεια ενός τζαμιού. 


553. Η πρώτη σταγόνα της βροχής


Η πρώτη σταγόνα της βροχής

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι.*

Με την πρώτη νιφάδα του χιονιού σκοτώθηκε το φθινόπωρο.

Με το πρώτο ανθάκι της αμυγδαλιάς σκοτώθηκε ο χειμώνας.

Με το πρώτο τζι του τζίτζικα σκοτώθηκε η άνοιξη.

Με το πρώτο φιλί σου σκοτώθηκε η μοναξιά μου...

(*Ο πρώτος στίχος είναι από ποίημα του Ελύτη, που μου ενέπνευσε τους υπόλοιπους).
                                                                     
                                                                     Άρης Γαβριηλίδης

552. Τα σκυλιά της γειτονιάς μου

Τα σκυλιά της γειτονιάς μου έχουν μια καταπληκτική ικανότητα: μόλις αντιληφθούν ότι με ξύπνησαν με το ομαδικό τους γάβγισμα, βουβαίνονται αμέσως... (φωτογραφία αρχείου). 

551. Η έκθεση Μικρογλυπτικής μου


Η ενασχόλησή μου με τη μικρογλυπτική άρχισε πριν από δύο δεκαετίες "ανεπαισθήτως". Ήταν μια διέξοδος στην ψυχολογική πίεση που δεχόμουν τότε από το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε η γυναίκα μου, λειτουργώντας σαν ψυχοθεραπεία. Το πρόβλημα αυτό, ευτυχώς, ξεπεράστηκε όμως το χούι μού έμεινε.
                                                    ΕΡΙΔΑ               
                                                  
Ξεκίνησα κάνοντας συνθέσεις με όστρακα και στη συνέχεια άρχισα να πειραματίζομαι με διάφορα ετερόκλητα υλικά που εύρισκα στο δρόμο, στο σπίτι ή στη φύση: όπως βότσαλα, εργαλεία, τιρμπουσόν, μπουκάλια, αυγά, γραβάτες. Κάθε νέο υλικό ήταν μια πρόκληση για τη φαντασία μου. 

Κύριο μέλημα ήταν η μινιμαλιστική ή η μηδενική παρέμβασή μου στη μορφή των υλικών, ακολουθώντας την asseblance και τη ready-made art.
                                         ΕΚΤΩΡ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ 

Έτσι δημιούργησα πάνω από 150 έργα που έδειχνα στους φίλους ενώ έβαζα φωτογραφίες τους στην ιστοσελίδα μου (www.arisgavriilidis.gr) και στο blog μου.
                                      ΤΟ ΣΚΑΚΙ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ 

Τελικά υπέκυψα στις χρόνιες παραινέσεις φίλων να εκθέσω τα έργα μου στο κοινό. Επέλεξα τα καλύτερα και τα παρουσιάζω τώρα στην έκθεσή μου με τίτλο ''Αρης-τουργήματα''. Ο τίτλος, φυσικά, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημιουργήματά μου.

Έχοντας μεγαλώσει στον αγαπημένο μου Πειραιά, θέλησα να στήσω εκεί την έκθεσή μου και μάλιστα στο υπέροχο κτήριο της Δημοτικής Πινακοθήκης, στην οδό Φίλωνος (σχεδόν πίσω από τον Ι.Ν. Αγίας Τριάδας). Ο χώρος αυτός έχει μεταβληθεί σε ναό πολιτισμού χάριν στην υποστήριξη της εκάστοτε δημοτικής αρχής και στις φιλότιμες προσπάθειες του αξιόλογου προσωπικού που διαθέτει.
                                ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ-ΑΘΗΝΑ 2004

Αν είναι ο δρόμος σας προς τον Πειραιά, στο τετραήμερο της έκθεσης, θα χαρώ πολύ να σας δω εκεί. Η πρόσβαση είναι εύκολη και τα πάρκινγκ διαθέσιμα.

Δεν είμαι επαγγελματίας εικαστικός, ούτε φιλοδοξώ να γίνω. Γι’ αυτό τα έργα μου "εκτίθενται, θαυμάζονται αλλά δεν πωλούνται" όπως λέω στην αφίσα.

Πληροφορίες για τις ημέρες και ώρες λειτουργίας της έκθεσης παρέχονται στην αφίσα.

Σας περιμένω με χαρά.




550. Η φιστικιά και η ηλικία μου

Πήγα στο φυτώριο για να αγοράσω μία φιστικιά που θέλω να φυτέψω στον κήπο μου. 

Ο γεωπόνος με προειδοποιεί: "Η φιστικιά δίνει καρπό μετά από 10 χρόνια". 
Κάνω λογαριασμό με την ηλικία μου... 

Τελικά, για κάθε ενδεχόμενο, αγόρασα και μια ντοματιά...

549. Τότε που οι μανάδες τραγουδούσαν

Δεκαετία του '50. Η τηλεόραση άγνωστη στην Ελλάδα και το ραδιόφωνο πολυτέλεια για λίγα σπίτια. Οι άντρες στη δουλειά (ναυτικοί, οικοδόμοι, τεχνίτες, εργάτες, μικρομαγαζάτορες, υπάλληλοι, υπαίθριοι πωλητές) και οι γυναίκες, οι περισσότερες, στα σπίτια. Βλέπεις τότε ο άντρας θεωρούσε ντροπή να δουλεύει η γυναίκα του, πράγμα που σήμαινε ότι ο ίδιος δεν ήταν ικανός για να την θρέψει! 

Η νοικοκυρά λοιπόν, έκανε όλες τις δουλειές στο χέρι: ξεσκόνιζε με το ξεσκονόπανο, σκούπιζε με την χόρτινη σκούπα έπλενε στη σκάφη και στον νεροχύτη, άπλωνε τα ρούχα στο σχοινί, μαγείρευε και ζέσταινε νερό στην γκαζιέρα ή με ξύλα στο πλυσταριό, διατηρούσε τα φαγώσιμα στο φανάρι ή στο ψυγείο πάγου. Οι ηλεκτρικές σκούπες, τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων, τα στεγνωτήρια, οι θερμοσίφωνες, οι κουζίνες και τα ψυγεία εισέβαλλαν στα σπίτια πολύ αργότερα. 

Απασχολημένη όλη μέρα και κάθε μέρα με το σπίτι, η νοικοκυρά κάτι έπρεπε να κάνει για να σπάει την μονοτονία και την ανία της. Τι πιο εύκολο από το να το ρίξει στο τραγούδι. Τραγουδούσε μόνη της τραγούδια που ήξερε από μικρή ή τα νέα σουξέ της εποχής που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα με την βοήθεια των γραμμόφωνων. Αθέλητοι ωτακουστές οι γείτονες, ιδίως αν είχε ωραία φωνή, αλλά κυρίως εμείς, τα παιδιά. 

Άλλη ωδική δραστηριότητα των μανάδων εκείνης της εποχής ήταν το νανούρισμα. Για να κοιμίσουν τα αγγελούδια τους, τυλιγμένα σαν ντολμαδάκια στις φασκιές, τα κουνούσαν ρυθμικά και απαλά στην αγκαλιά ή στην κούνια τους λέγοντας τρυφερά, όπως μόνο μια μάνα ξέρει, ένα νανούρισμα: "κοιμήσου και παρήγγηλα / στην Πόλη τα προικιά σου, / στη Βενετιά τα ρούχα σου / και τα χρυσαφικά σου...". Άλλοτε πάλι αρκούσε ένα μακρόσυρτο, τρυφερό, ρυθμικό "νάνιιιιιιιι, έεεεεε, έεεεεε, έ" που επαναλάμβανε αλλάζοντας κάθε τόσο τον τόνο σε χαμηλότερο ή υψηλότερο, ώσπου το μωράκι της να αποκοιμηθεί. 

Όμως και οι άντρες δεν υστερούσαν στο τραγούδι. Στο γιαπί, στο εργαστήρι, στο χωράφι, έσπαγαν την μονοτονία της δουλειάς τους. Λέγεται ότι ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν κάποιο αφεντικό του, που τον άκουσε την ώρα της δουλειάς και του χάρισε μια κιθάρα. 

Τα χρόνια πέρασαν η τεχνολογία μπήκε στη ζωή μας και οι γυναίκες βγήκαν στην αγορά εργασίας. Ο ελεύθερος χρόνος ελαχιστοποιήθηκε και αυτός που έμεινε καταναλώνεται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Το τραγούδι έσβησε οριστικά στα χείλη των μανάδων. Το ίδιο και το νανούρισμα. "Απέσβετο και λάλον ύδωρ"

Όμως η άδουσα μητρική φωνή εγγράφτηκε ανεξίτηλα στην παιδική μας μνήμη και μας συντροφεύει γλυκά έως τώρα που γεράσαμε.

548. Ο συγγραφέας ως λειτουργός






















Βαρουφάκης: "Τα βιβλία και ο τύπος είναι λειτουργήματα"

Να, λοιπόν, γιατί ανέκαθεν αισθανόμουν σαν...κοινωνικός λειτουργός

547. Βιβλιοκριτική του "Η ιστορία του λαού μας"


ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΟ
ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ 

David Hillstrom, The story of our people - Η Ιστορία του λαού μας, ποιητικό δράμα,  εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, μετάφραση Άρης Γαβριηλίδης, δίγλωσση έκδοση Ελληνικά - Αγγλικά
     Τούτο δω, μετά την ποιητική συλλογή Bolivia και τα φιλοσοφικά δοκίμια The Bridge, είναι το τρίτο πόνημα του Hillstrom (David Watson). Εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 2014 και ανήκει στο είδος του ποιητικού δράματος. Η Ιστορία του λαού μας, αντίθετα από ό,τι υποδηλώνει ο τίτλος, δεν αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα ή έθνος. Η εξιστόρηση προσπαθεί να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα μέσα στην κοινή της μοίρα, την επιβίωση. Παρουσιάζει μια σύγχρονη εικόνα του κόσμου και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους μέσω των αγώνων για να σταθεροποιηθούν στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η τραγωδία της ανθρώπινης πορείας έγκειται στην αποδοχή ότι όλη αυτή η ανθρώπινη πορεία αποτελεί ουσιαστικά κατά τον συγγραφέα φευγαλέα συμβάντα στο απέραντο της φύσης. Πόλεμοι, εμφύλιες διαμάχες, καθημερινά ανθρώπινα βάσανα, θρησκείες, πολιτικές θεωρίες και ιδεολογίες απεικονίζονται σε αυτήν την ανθρώπινη πορεία στο σύμπαν. Για τον συγγραφέα όμως η μόνη ορθολογική κατεύθυνση προς μια ανθρώπινη κοινωνία είναι η ενθάρρυνση των λαών να ενστερνιστούν την κοινωνική ευθύνη. Γύρω από αυτά τα θέματα περιστρέφεται η Ιστορία του λαού μας.
     Το κύριο σώμα της αφήγησης αποτελεί μια ομάδα ποιημάτων που περιγράφουν τους τρεις πρωταγωνιστές του δράματος και την προσωπική τους πορεία. Οι ήρωες συναντώνται στις διαδηλώσεις της εποχής τους, που λόγω της βούλησης για κοινωνική αντιπαράθεση μετατρέπονται σε πλήρη εξέγερση. Στο τελευταίο μέρος του έργου δύο από τους ήρωες καταφεύγουν σε κάποιο ασφαλές μέρος απολαμβάνοντας μια περίοδο αναστοχασμού και συντροφικότητας.
     Ο συγγραφέας κατατάσσει τα ποιήματα σε τέσσερεις σκηνές. Η εισαγωγή σε αυτές τις σκηνές γίνεται με αφήγηση ενός παράλληλου δράματος, στο οποίο μια γιαγιά διηγείται την Ιστορία σε μια ομάδα παιδιών, τα οποία φυγαδεύει από κάποια εμφύλια σύρραξη, οδηγώντας τα σε ένα ασφαλέστερο μέρος. Η εναλλαγή και διαπλοκή των δύο αφηγήσεων αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση της εξιστόρησης ενός μύθου ή ιστορικού αρχέτυπου. Η ίδια εξιστόρηση έχει έντονη ρεαλιστικότητα και δεν επιδιώκει καμία ελπίδα παραμυθίας.
     Το τελικό μήνυμα που απορρέει από την αφηγηματική λειτουργία είναι το ότι για να επιτύχουμε μια ανθρώπινα αποδεκτή κοινωνία θα πρέπει όλοι οι λαοί να αγκαλιάσουν την κοινωνική ευθύνη που τους αναλογεί και να εργαστούν συντονισμένα για να επιτύχουν αυτή τη μορφή ανθρώπινης κοινωνίας. Ο συγγραφέας με τον ψύχραιμο ρεαλισμό του διαβεβαιώνει το ανθρώπινο γένος ότι η μοναδική ευκαιρία σωτηρίας του βρίσκεται σε μια κοινωνία που γίνεται ανθρωπιστική, αφού καλλιεργεί την αδελφοσύνη.
     Η μετάφραση του Άρη Γαβριηλίδη σ' ένα τέτοιο ποιητικό κείμενο, γεμάτο με εικόνες, μεταφορές, επιδέξια γλώσσα και διορατικές ιδέες, θα ήταν σίγουρα έργο επίμοχθο. Η απόδοση ενός λογοτεχνήματος σε άλλη γλώσσα είναι σίγουρα κάτι δύσκολο. Ακόμη πιο δύσκολο είναι στην ποίηση, όπου εκ φύσεως ο λόγος είναι ελλειπτικός, τα νοήματα πυκνά και συχνά διφορούμενα. Ο μεταφραστής διατηρεί το αυθεντικό πνεύμα κάθε λέξης, στίχου και στροφής, χωρίς όμως αυτό να γίνεται σε βάρος της συνολικής αισθητικής. Δίνει ιδιαίτερη προσοχή στον ρυθμό και στη μουσικότητα των στίχων. Πολλές φορές έχοντας στη δίγλωσση αυτή έκδοση αντικρυστά τις σελίδες κειμένου και μετάφρασης και μπαίνοντας τη διαδικασία της αντιπαραβολής, μένεις με την αίσθηση ότι αυτό το μεστό από φιλοσοφικά και κοινωνικά μηνύματα ποιητικό δράμα συνδιαμορφώνεται σε ποιητική απόδοση στην ελληνική γλώσσα από τον μεταφραστή. Επιπλέον στο τέλος του βιβλίου τα σχόλια που παρέχει ο μεταφραστής πάνω σε λέξεις, στίχους και έννοιες που εμφιλοχωρούν στην κρυπτογραφική φύση της ποίησης, διαφωτίζουν το κείμενο αποκωδικοποιώντας βαθύτερες έννοιες, που διαφορετικά θα παρέμεναν απόκρυφες από το μάτι του αναγνώστη.
                                                                                                              

 Γιώργης Ε. Μανουσάκης

546. Φοβισμένος καπνιστής



Πίσω από κάθε καπνιστή κρύβεται ένας φοβισμένος άνθρωπος. 
Άρης Γαβριηλίδης 

545. Τα παλιά κουρεία (4/4)

(συνέχεια από το προηγούμενο) 
Το κουρείο ήταν από την αρχαιότητα ένας κατεξοχήν χώρος συγκέντρωσης ανδρών. Αναπτυσσόταν μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον κουρέα και στον πελάτη του. Ίσως για αυτό οι άνδρες δύσκολα αλλάζουν κουρέα, έστω κι αν μετακομίσουν σε μακρύτερη γειτονιά.

Ο κουρέας έχει επηρεάσει την τέχνη. Εκτός από τον πασίγνωστο "Κουρέα της Σεβίλλης" τον ρόλο του έχουν ενσαρκώσει διάφοροι ηθοποιοί από τον Τσάρλι Τσάπλιν μέχρι τον Βέγγο και τον Γκιωνάκη στην ταινία "Η ωραία του κουρέα".   

Η εικόνα του κουρείου της εποχής ελάχιστα θυμίζει τα σύγχρονα ανδρικά κομμωτήρια με νιπτήρες για λούσιμο, πολυθρόνες που ανεβοκατεβαίνουν και ξαπλώνουν, ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές, εξαφάνιση των παραδοσιακών ξυραφιών και των λοιπών σύνεργων ξυρίσματος αφού όλοι ξυρίζονται μόνοι τους, αναπαυτικούς καναπέδες και την τηλεόραση στον τοίχο να παίζει συνεχώς. Κιθάρες ούτε για δείγμα και κομμωτές λιγόλογοι.  Και επειδή δεν υπάρχει επάγγελμα που να μην το έχουν αλώσει οι γυναίκες, συχνά ο κουρέας άλλαξε φύλλο και έγινε...κομμώτρια!     
(τέλος) 

544. Τα παλιά κουρεία (3/4)

(συνέχεια από το προηγούμενο) 
Κοινό χαρακτηριστικό των κουρέων της εποχής ήταν η πολυλογία. Κούρευαν και μιλούσαν ασταμάτητα. Ρωτούσαν τον πελάτη για να μαθαίνουν λεπτομέρειες από την ζωή του, σχολίαζαν και κουτσομπόλευαν καλοπροαίρετα. Μιλούσαν και το ψαλίδι ανοιγόκλεινε μηχανικά στο χέρι τους σαν μουσική υπόκρουση. Ίσως ήταν ένας τρόπος να καταπολεμούν την μονοτονία της δουλειά τους.

Την περίοδο των εορτών, Χριστούγεννα και Πάσχα, ο κουρέας έγραφε με κιμωλία στον καθρέφτη με μεγάλα γράμματα: "Δώρο 30%". Δεν ξέρω με ποιες ευεργετικές διατάξεις της εποχής είχε καθιερωθεί αυτό το "καπέλωμα" στην τιμή, που οι πελάτες πλήρωναν μη έχοντας άλλη επιλογή, και το οποίο αργότερα καταργήθηκε. 

Νεαροί κουρείς, όταν πήγαιναν στο στρατό, έπαιρναν μαζί τους μηχανή, ψαλίδι και τσατσάρα και ασκούσαν την τέχνη τους στα κεφάλια των φαντάρων (ενίοτε και αξιωματικών) βγάζοντας καλό χαρτζιλίκι.

Κουρείς εκαλούνται σε σπίτια για να "ξυρίσουν τον γαμπρό" ή για να κάνουν το τελευταίο ξύρισμα σε πεθαμένο. (Για τον τελευταίο, ο Αντώνης Σαμαράκης έχει γράψει ένα θαυμάσιο διήγημα). 
(συνεχίζεται) 

543. Τα παλιά κουρεία (2/4)

(συνέχεια από το προηγούμενο)
Για να κουρευτείς έπρεπε να περιμένεις την σειρά σου στις ξύλινες καρέκλες, καπνίζοντας, διαβάζοντας εφημερίδα, μιλώντας με άλλους πελάτες ή χαζεύοντας την κίνηση του δρόμου από την τζαμαρία. Τα ραντεβού ήταν άγνωστα, άλλωστε δεν υπήρχε τηλέφωνο στο κουρείο.

Κάποια μεγάλα κουρεία είχαν δύο, ή περισσότερες, πολυθρόνες ("θέσεις εργασίας" θα τις λέγαμε σήμερα) όπου, εκτός από τον κουρέα, δούλευε και ο κάλφας, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα δύο ή τρεις πελάτες. Συχνά υπήρχε και κάποιο παιδί, άμισθος υπάλληλος, που περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το κούρεμα ο πελάτης για να του βουρτσίσει την πλάτη, να του ευχηθεί "με τις υγείες σας" και να εισπράξει το μικρό φιλοδώρημα.

Τότε, αλλά και τώρα, ο φρεσκοκουρεμένος εισέπραττε τη ευχή των φίλων  του "με 'γεια το κούρεμα" ενώ ο πιτσιρικάς έσκυβε πειθήνια το κεφάλι για να εισπράξει την κατ' έθιμον καθιερωμένη... καρπαζιά! Η ευχή αυτή έγινε και τίτλος σε άλμπουμ με τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου.

Τα Σαββατόβραδα στα κουρεία ήσαν στο φόρτε τους. Τα Σάββατα, για όλα τα επαγγέλματα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα ήταν εργάσιμη ημέρα. Έτσι ο αντρικός πληθυσμός από το απόγευμα κατέκλυζε τα κουρεία για να είναι ευπρεπής την Κυριακή στην εκκλησία, στο γήπεδο, στο σινεμά, στις βόλτες και στις κοινωνικές εκδηλώσεις.

Ο κουρέας ήταν πάντα φρεσκοξυρισμένος, καθαρός, και φορούσε άσπρη ποδιά. Μεγάλο χάρισμα να είναι αλαφροχέρης, "με χέρι πούπουλο" για ανώδυνο και απαλό ξύρισμα, μια παρομοίωση που δινόταν και σε "ενεσούδες" της εποχής, δηλαδή, γυναίκες που σε κατ΄ οίκον επισκέψεις έκαναν τις ενέσεις σε ασθενείς (για αυτές θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά).  

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αρκετοί μπαρμπέρηδες είχαν στο κουρείο μια...κιθάρα και έπαιζαν όταν δεν είχαν δουλειά. Θυμάμαι, ο Σάββας Παπαδόπουλος, πρόσφυγας από ρωσικά μέρη, είχε μπαλαλάικα, που την χάζευα για το περίεργο, τριγωνικό σχήμα της, όταν με κούρευε, παιδί, όλα γουλί με μια φούντα μπροστά. Έφηβος κουρευόμουν στον νεότερο Διονύση Τσιριγώτη, που έπαιζε κιθάρα. Ένας γείτονας ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης, με κουρείο στην Τρούμπα, έπαιζε κι αυτός κιθάρα. Παλαιότερα, οι κουρείς έκαναν και τον...οδοντογιατρό, αφαιρώντας με τανάλια χαλασμένα δόντια, όπως και τον... αιματολόγο διαθέτοντας βδέλλες για αφαιμάξεις! 
(συνεχίζεται)

542. Τα παλιά κουρεία (1/4)

Πίσω, στην δεκαετία του '50, δεν υπήρχαν ανδρικά κομμωτήρια. Μόνο κουρεία, κοινώς μπαρμπέρικα. Η πελατεία τους ήταν αμιγώς ανδρική.

Βασικό έπιπλο του κουρείου ήταν η ειδική πολυθρόνα έχοντας απέναντι στον τοίχο τον μεγάλο καθρέφτη και τον πάγκο με τα εργαλεία της μπαρμπερικής τέχνης:

Χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές, συμπεριλαμβανομένης της απεχθούς "ψιλής" που κούρευε "κουρούπι" τους μαθητές, τους νεοσύλλεκτους και του τεντιμπόηδες.

Τσατσάρες και ψαλίδια. Μεγάλο ξυράφι, ακονιζόμενο στο δερμάτινο λουρί, που η εβδόμη τέχνη το μετέτρεψε σε ανατριχιαστικό φονικό όργανο.

Λεκανάκι και πινέλο για σαπουνάδα και σαπούνι σε σκόνη.

Σκεύος με κυλιόμενο χαρτί όπου σκουπιζόταν το ξυράφι στην διάρκεια του ξυρίσματος.

Μπαστουνάκι με στύψη για τυχόν αμυχές από το ξυράφι. 

Μπουκαλάκι με κολόνια-οινόπνευμα για οδυνηρό after shave.

Βούρτσα με χερούλι για να απομακρύνει τις κομμένες τριχούλες από τον σβέρκο αφού πασπαλίζονταν με ταλκ.

Μπουκαλάκι με μπριγιόλ το οποίο έκανε τα μαλλιά να γυαλίζουν, τιθάσευαν τις απείθαρχες τρίχες και κρατούσαν το χτένισμα, σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας που προέβλεπε χωρίστρα και "κοκοράκι" ή "μπουλαντζέ" αλα Έλβις Πρίσλεϊ.

Βαποριζατέρ με κολόνια που σε έκανε να μυρίζεις σαν επιτάφιος.

Και, βέβαια, η μεγάλη άσπρη πετσέτα που τυλιγόταν γύρω από τον λαιμό του πελάτη για να τον προστατέψει από τις μυριάδες τριχούλες  που έπεφταν γύρω του, σαν νιφάδες, κατά την ιεροτελεστία του κουρέματος για να καταλήξουν στο πάτωμα. 
(συνεχίζεται)