Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

375. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (3/5)

       Έβγαζες τη "χρυσή", δηλαδή πάθαινες ίκτερο; Κανένα πρόβλημα. Κατ' αρχήν, για την διάγνωση δεν χρειαζόταν ούτε γιατρός ούτε μικροβιολογικές και άλλες δαπανηρές εξετάσεις. Η διάγνωση γινόταν με το έμπειρο μάτι της γειτόνισσας της κυρά.... (εδώ συμπληρώνεις το κατάλληλο όνομα, ανάλογα με την γειτονιά που έμενες). Μετά τη διάγνωση, που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση, ερχόταν η θεραπεία. Ούτε φάρμακα ούτε τίποτε. Με ένα ξυραφάκι ξυρίσματος, κατά προτίμηση αχρησιμοποίητο, σου χάραζαν, το εσωτερικό μέρος του χείλους σου, και γινόσουν περδίκι. Μάλιστα, ήμουν μάρτυς στην περίπτωση του αλόγου ενός γείτονα καραγωγέα (τουτέστιν μεταφορέα με κάρο) που, άγνωστον πώς, οι "ειδήμονες" διέγνωσαν χρυσή και του χάραξαν το εσωτερικό του κάτω χείλους του (του αλόγου, όχι του καραγωγέα) με σπασμένο κεραμίδι.

Έχω ακόμη την βάσιμη υποψία ότι όλοι οι γιατροί της εποχής, θεός σχωρέστους, που ήσαν "πλερωματικοί", δηλαδή ιδιωτικοί, μαζί με τους γιατρούς του ΙΚΑ, είχαν μυστικά συνωμοτήσει για να σε βασανίζουν. Σου έγραφαν ενέσεις, πενικιλίνη (εξ αιτίας της μίσησα στην Κυλλήνη), στρεπτομυκίνες, ή χρυσομυκίνες (εξ αιτίας τους δεν επισκέφθηκα ποτέ τις Μυκήνες).
Και, στη συνέχεια, έκανε την εμφάνιση της μια άλλη γειτόνισσα, η "ενεσού", πάντοτε γλυκομίλητη, έχοντας υπομάλης το τσαντάκι με τα σατανικά σύνεργα της, κάτι τεράστιες σύριγγες με ανατριχιαστικές βελόνες. Τις έβραζε, για απολύμανση, στην κατσαρόλα, πάνω στην γκαζιέρα που είχε ετοιμάσει η μητέρα σου (κι αυτή στο κόλπο), μια και οι σύριγγες μιας χρήσεως δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη. Εσύ κρυφοκοίταζες, με δέος, κάτω από τα σκεπάσματα, την φοβερή διαδικασία και ευχόσουν να πάθει συγκοπή και να πεθάνει εκείνη τη στιγμή η ενεσού για να την γλυτώσεις. Κι όταν έβγαζε τον αέρα από τη σύριγγα κρατώντας την με τη βελόνα προς το ταβάνι και δημιουργώντας ένα μικρό σιντριβάνι, σου έλεγε μελιστάλαχτα "έτοιμοι είμαστε" που σου θύμιζε το "επί σκοπόν" του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κι εσύ, αντί να είσαι στημένος περήφανα στον τοίχο τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο και πεθαίνοντας για την πατρίδα, σαν πρωταγωνιστής του Μικρού Ήρωα, βρισκόσουν μπρούμυτα σ' ένα φτωχικό κρεβάτι, με τον πισινό μισόγυμνο, περιμένοντας το μοιραίο! Ευτυχώς που βγήκαν στη συνέχεια τα αντιβιοτικά και οι κάψουλες και γλύτωσαν τα παιδιά μας τουλάχιστον, αυτή την οδυνηρή και ταπεινωτική δοκιμασία...
(Συνεχίζεται)

374. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (2/5)

      Ο ορθοπεδικός γιατρός ήταν μια λέξη σχεδόν άγνωστη. Τον ρόλο του τον κάλυπταν οι διάφοροι "πρακτικοί". Ο πιο ονομαστός από αυτούς, ο Βλάχος. Η φήμη του είχε πάρει διαστάσεις θρύλου. Μάλιστα, κάποιος φίλος μου έλεγε, στα σοβαρά, ότι σε κάποιο δικαστήριο που τον πήγαν, επειδή ασκούσε ιατρικές πράξεις χωρίς να είναι γιατρός, εκείνος, υπό τα όμματα των δικαστών, θεράπευσε τα σπασμένα πόδια ενός ζωντανού αρνιού που σηκώθηκε και περπάτησε! Πάλι καλά που δεν μου είπε ότι ανάστησε και κάποιο νεκρό...

Για το κρυολόγημα, εντριβή με πράσινο οινόπνευμα και στην συνέχεια κομπρέσα με οινόπνευμα στο στήθος. Κι άντε εσύ να κοιμηθείς με τη μυρωδιά του σπίρτου στα ρουθούνια σου. ΄Ασε που, αν άναβε σπίθα σε ακτίνα δέκα μέτρων, σε έκανε μπουρλότο...
Αν είχες "πουντιάσει" και πονούσε η πλάτη σου ή είχες βήχα, κατέφθανε ο βενζινάς της γειτονιάς με ένα μπιτόνι πετρέλαιο για εντριβή στην πλάτη και μια εφημερίδα κάτω από την φανέλα για να γίνεις "φούρνος". Δεν ξέρω αν έτσι έφευγε το κρύωμα, το βέβαιο είναι ότι μύριζες για μέρες σαν χαλασμένη γκαζιέρα.
Αν δεν έπιανε η θεραπεία με τα καύσιμα (οινόπνευμα ή πετρέλαιο) είχαν σειρά οι βεντούζες. Αυτές ήσαν ποτηράκια με παχύ γυαλί που ζέσταιναν το εσωτερικό τους με ένα αναμμένο μπαμπάκι δεμένο σε πιρούνι και ποτισμένο με οινόπνευμα που με έναν απαίσιο ήχο τα ένιωθες πέφτουν σαν μαχαιριές στην πλάτη σου. Αν ήσουν τυχερός τη γλύτωνες μέχρι εκεί. Γιατί διαφορετικά υπήρχαν και οι κοφτές βεντούζες. Ίδια διαδικασία με τις απλές, μόνο που μ' ένα ξυραφάκι σου έκαναν έντεχνα διάφορες μικρές τομές στο δέρμα της πλάτης πριν ρίξουν από πάνω την βεντούζα για να "τραβήξει το χαλασμένο αίμα". Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από αυτό το χειρουργείο έχουν ακόμη στην πλάτη τους, για ενθύμιο, τις ουλές από τις ξυραφιές εκείνες. Κάτι, σαν μεταμοντέρνο τατουάζ...
(Συνεχίζεται)

373. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (1/5)

         Σε πολλούς από εμάς, τα μέσα του αιώνα που πέρασε συμπέσανε με την παιδική ηλικία που τα γεγονότα της εποχής εκείνης χάραχτηκαν βαθειά μέσα μας.

Λίγο η καχεξία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, λίγο η χαμηλή τεχνολογία της εποχής (φανάρια για την συντήρηση τροφίμων αντί ψυγεία, λόγου χάριν), λίγο η άγνοια (οι μεγάλοι κάπνιζαν αμέριμνοι σε ντουμανιασμένα δωμάτια με παιδιά), λίγο τα συχνά ατυχήματα στα παιχνίδια (όλη μέρα στους χωμάτινους δρόμους και στις αλάνες), λίγο οι ανύπαρκτες ή περιορισμένες συνθήκες υγιεινής (απόπατος αντί τουαλέτα, τσίγκινο βρυσάκι αντί τρεχούμενο νερό), κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποια ασθένεια ή πόνος ή πληγή από χτύπημα μας ταλαιπωρούσε.
Και να σκεφθεί κανείς ότι ούτε η σημερινή ιατρική υποδομή υπήρχε τότε, ούτε το σημερινό οπλοστάσιο των θαυματουργών αντιβιοτικών και των άλλων φαρμάκων. Αλλά και τα φάρμακα τότε ήσαν πανάκριβα. Γι' αυτό και η έκφραση της εποχής για κάποιο ακριβό μαγαζί ήταν: "φαρμακείο είναι".
Ας θυμηθούμε όμως, πως γιατροπορευόταν ο κόσμος εκείνη την εποχή και τι πιθανά και, κυρίως, απίθανα γιατροσόφια χρησιμοποιούσε. Άλλα αποτελεσματικά, άλλα άχρηστα και άλλα επικίνδυνα για την υγεία.
Κατ' αρχήν για να σταματήσει το αίμα σε μια πληγή, οι "θεράποντες" παριστάμενοι έσπευδαν με πανικό να ανακαλύψουν ένα τσιγάρο, έστω και γόπα. Όχι για να το δώσουν στον πάσχοντα να το… καπνίσει. Κάτι χειρότερο! Έκοβαν το τσιγάρο (κυριολεκτικά όχι μεταφορικά…) και άδειαζαν τον καπνό πάνω στη χαίνουσα πληγή που την έδεναν σφιχτά μ' έναν επίδεσμο, συχνά παλιό πουκάμισο κομμένο σε λουρίδες.
Για εκείνο τον καταραμένο πόνο του αφτιού, (τι πληγές κάθομαι και σκαλίζω τώρα!) υπήρχε το φάρμακο ΟΤΙΛ, το λαδάκι από το καντήλι, προφανώς για να είναι ζεστό, που ενσταλάζετο στον ακουστικό πόρο, ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αρκεί να χωρούσε το αφτί, συμπεριλαμβανομένης και μιας σκελίδας ψημένου σκόρδου (!)
Μια και μιλήσαμε όμως για σκόρδο, σε περίπτωση μελανιάσματος από χτύπημα ή στραμπούληγμα, κατέφθανε το κατάπλασμα με κοπανισμένο κρεμμύδι που βρωμούσε χιλιόμετρα μακριά.
 (Συνεχίζεται)

372. ΓΛΑΥΞ (ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ)


Εικονίζεται το έργο μου "ΓΛΑΥΞ" από την συλλογή "Όστρακα"

Μερικές φορές μένω και ο ίδιος έκπληκτος με το αποτέλεσμα της σύνθεσης ελάχιστων, σε αριθμό, οστράκων.

Εδώ, άρχισα με την ομοιότητα με μάτια, που έχουν το πίσω μέρος των θαλάσσιων σαλιγκαριών. Η κοχλιοειδής καφετιά γραμμή που αρχίζει από την "ίριδα", μου θύμισε κουκουβάγια. Δεν είχα παρά να βρω ένα "σώμα" που να θυμίζει πουλί. Το τέταρτο όστρακο, στην βάση, θα μπορούσε να λείπει αλλά προσδίδει αρμονία στο σύνολο.

Η επιγραφή "Άρτι κομισθείσα εις Αθήνας" είναι ένα λογοπαίγνιο που παραπέμπει στην γνωστή, και σήμερα, αρχαία φράση "κομίζει γλαύκα εις Αθήνας", (δηλαδή, "δεν μας λέει τίποτε νέο"), αφού η αρχαία πόλη φιλοξενούσε πολλές κουκουβάγιες.

Sometimes I am astonished from the unexpected result of the combination of a minimal number of shells.
I started this one with the resemblance in the eyes that the back side the snail shells have. The spiral, brownish line, starting from the “rainbow” creates the illusion of night owl eyes. I then had to find a “body” suitable for a bird, which I did. The forth shell, structure-wise could be eliminated but it gives harmony to the whole picture.

371. Οι βόλοι και τα γυαλένια

          Έπεσε στα χέρια μου ένα γραμματόσημο που απεικονίζει γυάλινους βόλους. Έστειλε την μνήμη μου στα παιδικά μου χρόνια, τότε που ο πλούτος μετρούσε όχι με λεφτά αλλά με το πόσοι βόλοι φούσκωναν την τσέπη του κοντού παντελονιού σου.
Για να ακριβολογήσουμε, οι βόλοι ήσαν φτιαγμένοι από ψημένο χώμα και βαμμένοι με γήινα απαλά χρώματα: καφετί, μπεζ, πρασινωπό. Είχαν όμως δύο μειονεκτήματα: έσπαζαν εύκολα αν τους πατούσες κατά λάθος, και ξέβαφε η μπογιά τους στα ιδρωμένα χέρια σου. Παρέμειναν πάντα οι φτωχοί συγγενείς των πλούσιων ξαδέλφων τους, που ήσαν τα γυαλένια.
Τα γυαλένια ήσαν καμωμένα από διαφανές  γυαλί με ένα ελικοειδές, μικροσκοπικό φυλλαράκι,  στη μέση. Το φυλλαράκι αυτό ήταν όλη η ομορφιά τους, αφού καθένα είχε το δικό του υπέροχο χρώμα και άλλαζε σχήμα και απόχρωση καθώς κυλούσαν. Τα λέγαμε και καλένια (παραφθορά του γυαλένια) ή γκαζές. Πολύ ακριβότερα στην τιμή από τους χωμάτινους βόλους, που τους έβλεπαν αφ’ υψηλού μέσα από την αστραφτερή θωριά τους. Κυκλοφορούσαν ακόμη και μεταλλικές μπίλιες από παλιά ρουλεμάν.
Παίζονταν όπως τα καρύδια: Ο κάθε παίχτης έβαζε από ένα ίσο αριθμό γυαλενιών στην ίδια σειρά και από μακριά προσπαθούσε να τα «τζανίσει» με ένα μεγαλύτερο γυαλένι, δηλαδή να τα χτυπήσει και να σπρώξει εκτός σειράς. Από τα πολλά «τζανίσματα» τα καλένια υπέφεραν και έμοιαζαν πυροβολημένα με μικρά σκάγια.
Ένα άλλο παιχνίδι με γυαλένια ήταν ο «καπετάνιος», που μου άρεσε ιδιαίτερα. Σκάβαμε πέντε λακκούβες στο χώμα σε διάταξη που έχει ο αριθμός αυτός στο ζάρι, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου μεταξύ τους. Με το γυαλένι του ο παίχτης γονατιστός προσπαθούσε…τι προσπαθούσε άραγε; Η μνήμη μου δεν με βοηθά περισσότερο.
Σε κάποια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς και σήμερα γυαλένια. Καμία σχέση με την ποικιλία και την ομορφιά των χρωμάτων των παλιών αφού τα σημερινά, κινέζικα, είναι ομοιόμορφα με πρασινωπό χρώμα.
Για χωμάτινους βόλους φυσικά, ούτε συζήτηση. Αυτοί απευθύνονταν σε πολύ φτωχά παιδιά όπως εκείνα της δεκαετίας του ΄50.  Ας μείνουν για πάντα θαμμένοι στο κουτί των αναμνήσεων…

370. Διαφορετικές αναγνώσεις ίδιου βιβλίου

      Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο ενός βιβλίου, ιδίως του λογοτεχνικού συναρτάται κυρίως με τις προσωπικές εμπειρίες μας. Γι’ αυτό, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές εντυπώσεις για το ίδιο βιβλίο. Για τον ίδιο λόγο, "εισπράττουμε" διαφορετικά το ίδιο μυθιστόρημα,  όταν το διαβάσουμε σε διαφορετικές ηλικίες της ζωής μας.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες μορφές τέχνης: ποίηση, θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική, γλυπτική κλπ. 
Σε τελευταία ανάλυση, το πώς αντιλαμβανόμαστε το καθένα από όλα τα πράγματα στη ζωή είναι συνάρτηση, κυρίως, των προσωπικών εμπειριών, της φαντασίας, των επιθυμιών και των αναγκών μας.

369. Μια ζωή στο φόβο

        Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα μέσα στον φόβο. Γεννήθηκα στο τέλος της δεκαετίας του ΄50. Ο πόλεμος και η Γερμανική κατοχή είχε τελειώσει πριν λίγα χρόνια και ο εμφύλιος μόλις έληξε. Μολονότι η γενιά μου δεν βίωσε αυτούς τους δύο πολέμους (δεν ξέρω ποιος ήταν ο πιο καταστροφικός), μεγάλωσε μέσα στον απόηχό τους που κυριαρχούσε για πολλά ακόμη χρόνια, ίσως μέχρι τώρα. (Ένας συμμαθητής, στο δημοτικό, μου έδειξε μαυρόασπρες φωτογραφίες νεκρών που μεταφέρονταν με καρότσια στο νεκροταφείο. Τις είχε τραβήξει ο πατέρας του, γιατρός, στην κατοχή. Η δασκάλα μάς ζήτησε να δηλώσουμε ποια παιδιά θέλανε, αν  γινόταν πόλεμος, να μας πάνε σε ένα μέρος όπου «ούτε τα κανόνια δεν θα ακούγονταν». Κάποιος φωστήρας στο Υπουργείο Παιδείας είχε αυτή την φαεινή ιδέα, αλλά έκτοτε δεν ξαναμίλησε ποτέ κανείς γι’ αυτό).
Το κλίμα φόβου τότε επικρατούσε παντού. Κατ’ αρχήν, ο φόβος της εξουσίας, κυρίως μέσω του χωροφύλακα. (Στο λεωφορείο, ο φίλος μου  ψιθύρισε: «Αυτός εκεί είναι μπάτσος».  Στην στάση που κατεβήκαμε,  μας ακολούθησε ο τύπος και άστραψε, δημοσίως δυο σφαλιάρες στα παιδικά μάγουλα του φίλου μου λέγοντας «να, για να μάθεις να λες “μπάτσος”». Σαββατόβραδο, ενώ ετοιμαζόμασταν για ύπνο, η εξώπορτα σείστηκε από δυνατά χτυπήματα. Ανοίξαμε έντρομοι κι ένας αστυφύλακας μάς είπε αυστηρά ότι, επειδή το σπίτι μας ήταν γωνιακό, έπρεπε να έχουμε όλη την νύχτα αναμμένο το εξωτερικό φως της εξώπορτας! Ευρηματικός τρόπος δημοτικού φωτισμού). Στις δημόσιες υπηρεσίες, ο πολίτης βρισκόταν στο έλεος του υπάλληλου. Στην αίτηση που  συμπλήρωνε όφειλε να δηλώσει δουλικά την υπέρτατη υποτέλειά του, υπογράφοντας «Ευπειθέστατος ο Αιτών», (το ευπειθής δεν αρκούσε, έπεφτε λίγο…). Αυτό που για τον ξένο ήταν «εθνικότητα» (nationality), και «πολίτης» (citizen) για τον Έλληνα ήταν «υπηκοότητα», και «υπήκοος» προκειμένου να δηλώσει, και πάλι ταπεινά, υπακοή στο κράτος.    
Η σωματική τιμωρία στο σχολείο, με τον χάρακα του δασκάλου και τα χαστούκια των καθηγητών, ήταν σε ημερησία διάταξη. (Σε συνεστίαση παλιών συμμαθητών, πλησίασα την φιλόλογο της πρώτης γυμνασίου. «Στην δωδεκαετία των μαθητικών μου χρόνων έφαγα μόνο ένα χαστούκι. Φαντάζεστε ποιος μου το έχει δώσει;» την ρώτησα. Κατάλαβε. Σάστισε. Ψέλλισε κάποιες δικαιολογίες για τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Η μικρή μου εκδίκηση ύστερα από σαράντα χρόνια). Ο εξευτελισμός στη εφηβεία συμπληρωνόταν με το υποχρεωτικό, στρατιωτικό κούρεμα, χωρίς ίχνος χωρίστρας. Ο τακτικός έλεγχος του γυμνασιάρχη-μπαμπούλα σε έστελνε στον κουρέα. Στις αίθουσες διδασκαλίας, ο καθημερινός φόβος να «σηκωθείς για μάθημα», τα ξαφνικά, πρόχειρα διαγωνίσματα, οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου (μέσα στις αποκριές) και του δευτέρου εξαμήνου, (τον Ιούνιο), σε όλα τα μαθήματα, σε ολόκληρη την διδαχθείσα ύλη. Αγωνία για τα αποτελέσματα.   
Το ανώμαλο πολιτικό κλίμα στη δεκαετία του εξήντα συντηρούσε ένα γενικότερο φόβο. Κυπριακό, ανένδοτος, αποστασία, δολοφονία Λαμπράκη, απειλή Κρούτσεφ περί βομβαρδισμού της Ακρόπολης, διαφυγή Καραμανλή. Η χούντα ήλθε, σαν επιστέγασμα, στην τελευταία τάξη του λυκείου. Στη διεθνή κονίστρα, ο μόνιμος και πανταχού παρών φόβος για πυρηνικό όλεθρο, μια και ζούσαμε στην  «ισορροπία του τρόμου» ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, η αγωνία κορυφώθηκε με την κρίση των πυραύλων της Κούβας, το 1962. 
Στο γυμνάσιο και λύκειο στην πιο τρυφερή ηλικία, αγόρια και κορίτσια χώρια. (Τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, όντας μεικτά, επιτέλεσαν μεγάλο κοινωνικό έργο). Επικοινωνία ανάμεσα στα δύο φύλλα υπό το κράτος του φόβου: φόβος να μην τους δει κανένα μάτι, φόβος για τα αφροδίσια, φόβος για την διατήρηση της παρθενίας, φόβος να μην το μάθει ο αδελφός. (Φίλος μού εξομολογήθηκε πρόσφατα ότι είχε σπάσει στο ξύλο την αδελφή του, μόνο και μόνο επειδή τηνέίδε να μιλάει με νεαρό στη γωνιά του δρόμου. «Τέτοιος βλάκας ήμουν τότε», συμπλήρωσε). 
Φοιτητικά χρόνια μέσα στο φόβο της χούντας. Το πανεπιστήμιο αποστειρωμένο σαν θάλαμος χειρουργείου. Με καρδιοχτύπι ακούγαμε κρυφά Θεοδωράκη. («Νομίζω πως με παρακολουθούν. Λες να με άκουσε κανείς το βράδυ που ακούω Ντόιτσε Βέλλε;» με είχε ρωτήσει  ο φίλος μου, ο Νίκος»). Δολοφονία των Κένεντι και του Λούθερ Κινγκ.
Δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας, μεσούσης τους χούντας. (Μέχρι σήμερα, ο μόνιμος εφιάλτης που επανέρχεται κάθε τόσο στα όνειρά μου είναι ότι υπηρετώ, για πολλοστή φορά, την θητεία μου).  
Πολυτεχνείο, χούντα Ιωαννίδη, Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, επιστράτευση, πρόθυρα πολέμου με Τουρκία. Η επάνοδος Καραμανλή άργησε να εξοβελίσει τον φόβο για νέα χούντα, αφού παρέμεναν τα «σταγονίδια».
Στα χρόνια που ακολούθησαν σταθεροποιήθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, ελέω ΕΟΚ, και κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Έτσι εξέλιπαν δύο φόβοι: η τοπική πολιτική αβεβαιότητα και ο πυρηνικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Τους αντικατέστησαν επαξίως νέοι:Επιδημίες (Aids, νόσος των πτηνών, των χοίρων, τρελές αγελάδες, γρίπη Η1Μ1), μόλυνση περιβάλλοντος (αλλαγή κλίματος, τρύπα όζοντος, απειλούμενη έλλειψη νερού), μεταλλαγμένα, τοπικές πολεμικές συρράξεις (Ιράκ, Σερβία, Λιβύη, Συρία, Ίμια, σεισμοί, πυρκαγιές, φόβος τσουνάμι στο Αιγαίο, τρομοκρατικές ενέργειες.  Η θρησκεία απαλύνει τον φόβο του θανάτου αλλά προσθέτει άλλους. (Τον θρησκευόμενο τον λέμε «θεοφοβούμενο»).
Ευτυχώς, δεν κατατρύχομαι από πρόσθετους προσωπικούς φόβους, (υψοφοβία, αγοραφοβία, αραχνοφοβία, κλειστοφοβία, αεροπλανοφοβία, κλπ).  
Το αίσθημα ελευθερίας μετά την μεταπολίτευση το πληρώσαμε με την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε κράτος ρεμούλας, ασυδοσίας και εικονικής ευημερίας με δανεικά. Τώρα που το μπαλόνι έσκασε, τα ξεπληρώνουμε αναδρομικά, συσωρευτικά, σε σύντομο χρόνο και με βαριά ύφεση, ανεργία, απολύσεις. Έτσι γεννήθηκε ο τελευταίος (και χειρότερος) φόβος, που θα κρατήσει για  χρόνια: ο φόβος για πτώχευση, την τύχη των αποταμιεύσεων, των συντάξεων, της εργασίας, για έξοδο από την ΕΕ, γαι επιστροφή στη δραχμή, για το μέλλον των παιδιών μας, του δικού μας και της Ελλάδας.     
Άγνωστος γράφει με σπρέι στους τοίχους της Αθήνας: «ΥΠΟΦΕΡΩ…». Εγώ θα έγραφα «ΦΟΒΑΜΑΙ…».
 Το ανθρώπινο είδος, από το λυκαυγές του, πορεύεται μέσα στον φόβο (για φυσικά φαινόμενα που θεοποιούσε και εξευμένιζε με ανθρωποθυσίες,  για ανθρωποφάγα ζώα, για θεομηνίες, λιμούς, λοιμούς, πολέμους, δικτατορίες, κλπ). Είναι καταπληκτικό ότι μεγαλουργεί παρά τους φόβους αυτούς.
Για χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα του Καζαντζάκειου  «Δεν ελπίζω τίποτα δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Τώρα ξέρω.

368. ΕΚΤΩΡ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ


Εικονίζεται το έργο μου "Έκτωρ και Ανδρομάχη" από την συλλογή "Όστρακα"
Hector and Andromache.  One of the most popular scenes of Iliad is revived here. Hector kisses goodbye his wife, Andromache, with their baby in her arms, before he rejoins his co-warriors in the battle.