-Άφησέ με
νάρθω μαζί σου, μου είπε προσηλώνοντας με ικεσία τα θλιμμένα μάτια του πάνω στα
δικά μου, πίσω από το τζάμι του αυτοκίνητου. Δεν τρώω πολύ. Μόνο δυο μπουκιές ψωμί
και λίγο νερό. Θα σου είμαι πιστός σύντροφος και καλός φύλακας.
-Πώς βρέθηκες
εδώ; τον ρώτησα.
-Με εγκατέλειψε
το παλιό μου αφεντικό. Με βαρέθηκε και με άφησε στην ερημιά.
-Τι τρως;
-Δεν τρώω. Τριγυρνώ
όλη μέρα προσπαθώντας να βρω κάτι. Όλοι με διώχνουν. Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Θα γαυγίζω το βράδυ όταν κάποιος πλησιάσει το σπίτι.
-…………
-Με έχουν
στειρώσει. Είμαι καλό σκυλί. Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Πήγα να
ανοίξω τη πόρτα του αυτοκινήτου για να μπει αλλά την έκλεισα πάλι. Άλλα σκυλιά
έρχονταν από όλη την Ελλάδα. Εγκαταλειμμένα σκυλιά. Ράτσας και ημίαιμα. Με περιλαίμιο και χωρίς. Με ικεσία στο βλέμμα.
Και μιαν απέραντη θλίψη. Άκουγα την φωνή τους, κι ας μη μιλούσαν: Άφησέ με νάρθω
μαζί σου…