Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

334. O Φούφουτος και η καταγωγή του

Καθαρή Δευτέρα του 1954, εξαετής, χάζευα το γλέντι στην αυλή του γείτονα με σαρακοστιανά και ρετσίνα.  Όταν το κέφι άναψε έστησαν και «κυκλωτικούς χορούς», τραγουδώντας με το στόμα αφού ούτε γραμμόφωνο ούτε ραδιόφωνο υπήρχε.        
      Μετά το «εγώ ’μαι ενός ψαρά παιδί, που με ζηλεύει όποιος με δει» και λοιπά σεμνά, άρχισαν τα πιπεράτα, κατά το έθιμο. Ο άνδρας που έσερνε  το χορό τραγουδούσε  μόνος την πρώτη στροφή και αποκρίνονταν ομαδικά οι άλλοι χορευτές, άνδρες και γυναίκες:

-Σε δυο αυγά καθότανε / κλώσα δεν ήτανε
-Τί ’τανε, τί ’τανε κλώσα δεν ήτανε.

-Σε τρύπες εμπαινόβγαινε / ποντικός δεν ήτανε.
-Τί ’τανε, τί ’τανε ποντικός δεν ήτανε.

-Τους τοίχους επιτσίλαγε / ασπριτζής δεν ήτανε.
-Τί ’τανε, τί ’τανε ασπριτζής δεν ήτανε.

-Άσπρη μπλούζα φόραγε / μα γιατρός δεν ήτανε.
-Τί ’τανε, τί ’τανε μα γιατρός δεν ήτανε.

-Ήτανε ο φουφωτός / ο π……ς  μου ο ξεσκούφωτος!

      Με την τελευταία φράση ο χορός διαλύθηκε και οι χορευτές, ιδιαίτερα οι γυναίκες, σκανδαλισμένες, λύθηκαν στα γέλια.
      Το ίδιο τραγούδι ξανάκουσα λίγα χρόνια αργότερα με ίδιους στίχους. Στηρίζεται στο εύρημα της λέξης «φουφωτός» που ριμάρει με το «ξεσκούφωτος» (εν προκειμένω γυμνός, χωρίς προφυλακτικό. Υπήρχε τότε και το προφυλακτικό μάρκας «Σκουφίτσα»). Επειδή τέτοια λέξη δεν υπήρχε, εφευρέθηκε. Το θέμα «φουφ» παραπέμπει συνειρμικά στην κάψα της φουφούς ενώ η κατάληξη  -ωτός στο «καμαρωτός».
      Η λέξη άρεσε και γι’ αυτό αυτονομήθηκε από το ουσιαστικό που προσδιόριζε. Επειδή όμως η αυθυπαρξία δεν μπορούσε να σταθεί με το χαρακτηριστικό του επιθέτου που πρόδινε η κατάληξη –ωτός (τουρλωτός, μεταξωτός, ψηφιδωτός κλπ) η λέξη μεταλλάχθηκε στο ουσιαστικό «φούφουτος», που κατέληξε να εννοεί τον ανύπαρκτο.
      Από αυτό το τραγούδι βγήκε αργότερα το καλαμπούρι «ξέρεις τον φούφουτο…κλπ» και όχι το αντίθετο.
(Εικονίζεται ο πίνακας του Σπύρου Βασιλείου "Το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας"

333. Βάλσαμο για την οικονομική κρίση

Στη οικονομική κρίση που βιώνουμε, έψαξα να βρω κάπου για να κρατηθώ, να αισιοδοξήσω. Το βρήκα.  Ανεξάρτητα από το αν πιστεύει κανείς ότι τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι θεόπνευστα, υπάρχουν κάποια κεφάλαια που είναι υπέροχα. Είτε είναι καθαρή ποίηση όπως το «Άσμα Ασμάτων» είτε βαθειά φιλοσοφημένα, πραγματικά διαμάντια. Ένα από αυτά είναι το κεφάλαιο Γ΄ του Εκκλησιαστή:
«Χρόνος είναι εις πάντα, και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.   
Καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν,
καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζώνειν το πεφυτευμένον,
καιρός του αποκτείνειν και καιρός του ιατρεύειν,
καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν,
καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν,
καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν,
καιρός του διασκορπίζειν λίθους και καιρός του συνάγειν λίθους,
καιρός του εναγκαλίζεσθαι και καιρός του απομακρύνεσθαι του εναγκαλισμού,
καιρός του αποκτήσαι και καιρός του απολέσαι,
καιρός του φυλάττειν και καιρός του ρίπτειν,
καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν,
καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν,
καιρός του αγαπήσαι και καιρός του μισήσαι,
καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης». 
Όταν διάβασα για πρώτη φορά το κείμενο, αυτές οι   επαναλαμβανόμενες, απλές φράσεις μου φάνηκαν αφελείς. Ούτε τα νοήματα με εντυπωσίασαν γιατί τα βρήκα αυτονόητα. Όταν όμως το διάβασα πάλι μού αποκαλύφθηκε η σοφία του. Φαίνεται πως η σοφία δεν κρύβεται πίσω από πολύπλοκα νοήματα και δυσκολονόητες φράσεις αλλά  σε απλές, καθημερινές λέξεις. Τόσο καθημερινές, που φθαρμένες από την πολλή χρήση, έχουν χάσει την αρχική τους δύναμη.
Έβαλα τον εαυτό μου στην θέση του ανθρώπου που έχασε κάτι σημαντικό. Ένα προσφιλές πρόσωπο, την υγεία του ή κάποια σημαντικό  περιουσιακό στοιχείο. Τότε αισθάνθηκα ότι αυτή ακριβώς η απλότητα και επανάληψη επιδρούσε κατευναστικά, καταπραϋντικά, σαν βάλσαμο πάνω σε χαίνουσα πληγή. Σαν νανούρισμα σε πονεμένο.
Το νόημα, που αναφέρεται στην κυκλικότητα των πραγμάτων, προσφέρει παρηγοριά, παραμυθία και διδάσκει καρτερία.
Διαβάζοντας το κείμενο ακόμη πιο προσεκτικά, παρατήρησα ότι, σε κάθε στίχο, η σειρά της θετικής και της αρνητικής έννοιας εναλλάσσονται. Αν πάρουμε για παράδειγμα τους δύο τελευταίους στίχους, βλέπουμε τα εξής:
«καιρός του αγαπήσαι (θετική) και καιρός του μισήσαι (αρνητική»
«καιρός του πολέμου (αρνητική) και καιρός ειρήνης (θετική)»
Στο σύνολο των 14 στίχων οι θετικές έννοιες προτάσσονται στους έξι στίχους και οι αρνητικές προτάσσονται στους οκτώ. Πιστεύω ότι αυτή η εναλλαγή δεν είναι συμπτωματική αλλά εσκεμμένη. Όχι για να προσδώσει συγγραφικό ύφος στο κείμενο αλλά για να δηλώσει την πραγματικότητα. Να θυμίσει δηλαδή ότι στην ζωή η σειρά άφιξης των ευχάριστων και των δυσάρεστων γεγονότων εναλλάσσεται χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο. Αλλά και να διδάξει τον αναγνώστη πως «όταν συναντήσεις την  συμφορά, μην απελπιστείς. Θα έλθει κάποτε ο καιρός που η κατάσταση θα αντιστραφεί». Αλλά και πως «αν σου συμβεί ένα πολύ ευχάριστο γεγονός να είσαι έγκαιρα προετοιμασμένος για την απώλειά του, που κάποτε θα έλθει, αφού τίποτε δεν κρατάει για πάντα…».
Ας έλθουμε τώρα στην οικονομική κρίση για την οποία είπαμε στη αρχή. Τα τελευταία χρόνια όλοι μας απολαμβάναμε την ψεύτικη, όπως αποδείχτηκε, ευημερία που μας παρείχαν τα δανεικά. Ζούσαμε μια πολυτέλεια που δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές οικονομικές δυνατότητές μας. Κάποιοι από εμάς αναρωτιόμασταν, από καιρό, από πού προέρχεται όλος αυτός ο πλούτος αφού η Ελλάδα σχεδόν τίποτε πλέον δεν παρήγαγε.
Τελικά, η φούσκα έσκασε. Τις συνέπειες τις πληρώνουμε όλοι και πρωτίστως οι άνεργοι. Αφού περάσαμε την περίοδο «του γελάν» μπήκαμε στην εποχή «του κλαίειν». Από το «αποκτήσαι» στο «απολέσαι».
Όμως, θα έλθει και πάλι ο καιρός που από το «πενθείν» θα πάμε στο «χορεύειν». Από το «καταστρέφειν» στο «οικοδομείν».  Πόσο χρόνος θα περάσει μέχρι τότε, κανείς δεν γνωρίζει. Όμως θα έλθει. Είναι το μόνο βέβαιο. Το λέει και ο Εκκλησιαστής.

332. Η υποκρισία του Αρχοντορεμπέτικου

          Εκεί πίσω, στην δεκαετία του 1950, η μουσική που άκουγε η αστική τάξη ήταν η λεγόμενη ελαφρά.  Κυριαρχούσε το ταγκό και ακολουθούσε το βαλς και η ρούμπα. Η θεματολογία των στίχων εξαντλείτο στον έρωτα. Τραγούδια  γλυκανάλατα και σχεδόν πανομοιότυπα, με λίγες εξαιρέσεις. Παίζονταν με βιολί, κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν  και σαξόφωνο. Το μπουζούκι εξορισμένο στο πυρ το εξώτερο. 
Η λαϊκή τάξη διασκέδαζε με λαϊκό και ρεμπέτικο, που άκουγε σε δίσκους των 78 στροφών, παιγμένους σε γραμμόφωνα. Το ραδιόφωνο, κρατικό τότε, τα είχε απαγορευμένα.
Οι αστοί επισήμως σνομπάριζαν την μουσική των λαϊκών αλλά ταυτόχρονα τους άρεσε ο παλμός και η ζωντάνια τους. Η λαϊκή μουσική ήταν πιο άμεση, πιο αυθόρμητη από εκείνη που άκουγαν.
Τις κρυφές αστικές επιθυμίες ικανοποίησαν κάποιοι συνθέτες της ελαφράς μουσικής, όπως ο Μ. Σουγιούλ που συνεργάστηκαν με ταλαντούχους  στιχουργούς, όπως ο Αλέκος Σακελάριος, και έφτιαξαν ένα περίεργο υβρίδιο: το αρχοντορεμπέτικο, όπως επικράτησε να λέγεται. Το μήνυμα που εξέπεμπε αυτή η λέξη ήταν: «ναι, είναι ρεμπέτικο, αλλά όσοι το ακούν, μην τους παρεξηγήσετε,  δεν έχουν σχέση με την πλέμπα. Είναι αρχοντάνθρωποι, ματσωμένοι που έχουν «τάληρα για να οργώσουνε τα Φάληρα». Το αρχοντορεμπέτικο ήταν ο φερετζές που φόρεσαν στο ρεμπέτικο για να γίνει αποδεκτό από τους αστούς.   
Η συνταγή ήταν απλή: ρυθμός χασάπικου ή ζεϊμπέκικου, στίχοι με κεφάτα θέματα και γερή δόση «μάγκικης» γλώσσας. Παράδειγμα: «Έτσι  μου γουστάρεις», «στον ασίκικο σκοπό», «τράβα ντογρού», «γουστάρω νύχτα ρέμπελη», «ρε μάγκες», «τα ντόρτια κι οι διπλές», «στο παλιό μας το τσαρδάκι», «καρασεβνταλής», «τι γουστάρει να του παίξεις μπουζουξή μου σεβνταλή», «οι πενιές του μπουζουκιού σου μου επήρανε τα ρέστα και μ’ αφήσανε ταπί», «το μπουζούκι εργάζεται».
Το μέγεθος του αφύσικου και της υποκρισίας φαίνεται ξεκάθαρα στα τρία τελευταία παραδείγματα. Το μπουζούκι εξυμνείται μεν στους στίχους αλλά…απουσιάζει από την ορχήστρα! Οι μόνες «πενιές» που ακούγονται είναι εκείνες της κιθάρας. Προφανώς η κατάργηση του καθωσπρεπισμού έχει και κάποια όρια. Είπαμε να δείξουμε ανοχή, αλλά όχι και μπουζούκι στην ορχήστρα! Ας μη ξεχνάμε πως όταν ο Μίκης Θεοδωράκης θέλησε να ηχογραφήσει τον «Επιτάφιο» με την ορχήστρα της ΕΙΡ, οι μουσικοί της δήλωσαν αποχή όταν είδαν τον Μανώλη Χιώτη με το μπουζούκι του, αρνούμενοι να δεχτούν ανάμεσά τους αυτό όργανο-μπασκλασαρία. 
Το αρχοντορεμπέτικο μοιάζει με καλό παιδί από σπίτι που το έβαλαν να λέει κακές λέξεις. Όσο και να προσπαθεί να μιμηθεί τη γλώσσα που μιλάει το αλάνι, η προσποίηση δεν κρύβεται.
Παρόλη την φιλότιμη προσπάθεια συνθέτη και στιχουργού το αποτέλεσμα βοούσε πως ήταν αφύσικο. Όπως αφύσικη είναι η ζορισμένη ρίμα του «ντερβίσικο» με το «αφύσικο» στο:
«Άρχισαν τα όργανα το παλιό ντερβίσικο να μη μου το χόρευες θα ’τανε αφύσικο»
Ένα τέτοιο τερατώδες στιχουργικό κατασκεύασμα θα ήταν αδιανόητο σε ένα γνήσιο ρεμπέτικο τραγούδι.
       Η λαϊκή τάξη υιοθέτησε αναγκαστικά το αρχοντορεμπέτικο αφού μόνο αυτό άκουγε στο ραδιόφωνο (είπαμε πως το ρεμπέτικο απαγορευόταν). Επί πλέον ήταν εξοικειωμένη με ρυθμό του (χασάπικο, ζεϊμπέκικο) ενώ συνέβαλε μια τάση μίμησης της αστικής τάξης όπως και το ότι τραγουδιόταν από τα αστέρια της εποχής (Γούναρης, Μαρούδας, κλπ). 
Όταν ύστερα από λίγα χρόνια, με τις προσπάθειες του Μάνου και του Μίκη η αστική τάξη εξοικειώθηκε και δέχθηκε το μπουζούκι, εξέλιπε ο λόγος ύπαρξης του αρχοντορεμπέτικου.
Σήμερα, δεν νοείται γλέντι χωρίς μπουζούκι, που εμφανίζεται συνήθως  προς το τέλος για να απογειώσει το κέφι.  

331. Ένα αλλιώτικο γαμήλιο τραπέζι

        Από τα γαμήλια τραπέζια στα οποία έχω παρακαθίσει, από τα πιο απλά ως τα πιο κοσμικά, ένα έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου και το θυμάμαι με νοσταλγία.
Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στην Κατερίνη για λιγοήμερες διακοπές  με την γυναίκα μου. Ο ξάδελφός μου, ο Γιάννης, που μας φιλοξενούσε  ήταν καλεσμένος σε κάποιο γάμο που γινόταν σε ένα κοντινό χωριό, τον Κοκκινοπλό. Για να μην μας αφήσει μόνους  εκείνο το βράδυ, ο ξάδελφος ζήτησε την άδεια από τον πατέρα της νύφης που τον είχε καλέσει, να πάρει μαζί το «ένα ζευγάρι από την Αθήνα». Εκείνος δέχθηκε με χαρά.
Επειδή ο γάμος θα γινόταν νωρίς το απόγευμα ενώ το γλέντι το βράδυ, ο Γιάννης πρότεινε, για να μην ταλαιπωρηθούμε εμείς, να έφευγε νωρίτερα με την γυναίκα του, με το αυτοκίνητό τους για να πάνε στη εκκλησία του χωριού, και λίγες ώρες αργότερα να πηγαίναμε κι εμείς, με το δικό μας αυτοκίνητο, κατευθείαν στην ταβέρνα του χωριού για να τους συναντήσουμε. Έτσι κι έγινε.
Μπαίνοντας στην ταβέρνα ομολογώ πως ήμουν γεμάτος επιφυλάξεις κάθε λογής.  Όμως μια σειρά ευχάριστων εκπλήξεων γρήγορα τις διέλυσε.
Κατ’ αρχήν, μολονότι τούς ήμασταν άγνωστοι, οι άνθρωποι μας είχαν κρατήσει δύο θέσεις «πρώτο τραπέζι πίστα» δείχνοντας την ζεστή φιλοξενία τους.
Τα φαγητά γνήσια Ελληνικά, όπου κυριαρχούσαν οι υπέροχες, σπιτικές πίτες και τα σουβλιστά κρέατα. Κρασί ντόπιο, βαρελίσιο. Η μεγάλη αίθουσα γεμάτη, με καλεσμένους όλο το χωριό.
Τα όργανα στην πίστα με πρωταγωνιστή το κλαρίνο έπαιζαν δημοτικά τραγούδια. Στην αρχή φοβήθηκα πως σε λίγο θα το γύριζαν σε κάτι δημοτικοφανή κατασκευάσματα, σε τσιφτετέλια και σε σκυλοτράγουδα, όπως κάνουν στα επαρχιώτικα πανηγύρια, από τα οποία κουβαλούσα μια οδυνηρή ακουστική και οπτική εμπειρία.  Οι φόβοι μου όμως διαψεύστηκαν.  Η ορχήστρα έπαιζε συνεχώς και αποκλειστικά αυθεντικά δημοτικά τραγούδια. Κι ενώ νόμιζα πως το ρεπερτόριό τους θα εξαντλείτο στους σκοπούς της περιοχής, πάλι γελάστηκα. Ολόκληρη η Ελλάδα παρέλασε από εκεί: Κρητικά, νησιώτικα, Ποντιακά, Ηπειρώτικα, τσάμικα, καλαματιανά, Σμυρνέικα, ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Η πίστα πάντα γεμάτη με χορευτές, που κάθε τόσο έριχναν χαρτονομίσματα στους μουσικούς. Εντύπωση μου έκανε πως όλοι ήξεραν και χόρευαν όλα τα τραγούδια. Κι ακόμη πως οι χορευτικοί κύκλοι περιείχαν όλες τις ηλικίες και έκλειναν με παιδιά, αγόρια και κορίτσια, πράγμα που εξηγεί την γνώση όλων τους στον χορό. Ιδιαίτερη στιγμή όταν ο γαμπρός έδωσε παραγγελιά στη ορχήστρα για να χορέψει η γιαγιά του. Σηκώθηκε εκείνη, σοβαρή και μετρημένη, με τις ασημένιες πλεξούδες να της στολίζουν το κεφάλι, χόρεψε με χάρη, παρά την ηλικία της,  και ξανακάθισε. 
Σε τούτο  το γλέντι επικρατούσε ο σεβασμός: σεβασμός στην παράδοση, σεβασμός στους ξένους, σεβασμός στους γεροντότερους, σεβασμός στους συχωριανούς, σεβασμός στην οικογένεια, σεβασμός στα ήθη και στα έθιμά μας. Αυτή είναι η πραγματική Ελλάδα.
Ήταν προχωρημένη η ώρα όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε ενώ το γλέντι καλά κρατούσε. Μαζί με τις ευχές μου για βίο ανθόσπαρτο στο νέο ζευγάρι, ευχαρίστησα θερμά τον πατέρα της νύφης για την πρόσκλησή του και τον διαβεβαίωσα ότι ήταν το καλλίτερο γαμήλιο τραπέζι από όσα είχα παρευρεθεί. Και το εννοούσα. Απόδειξη, το θυμάμαι ακόμη ζωντανά κι ας έχουν περάσει κάμποσα χρόνια.   

330. Τι σύμπτωση!

Οι ευτυχείς συμπτώσεις αποδίδονται στη θεϊκή παρέμβαση ή στη ρέντα.
Οι ατυχείς φορτώνονται στην ανθρώπινη μοίρα ή στην κακιά ώρα.
Οι αναπάντεχες στον…σατανά (διαβολική σύμπτωση, λέμε).

Η ύπαρξη καθενός από εμάς οφείλεται σε μια απέραντη σειρά ευτυχών συμπτώσεων που άρχισαν με την εμφάνιση της ζωής στη γη (κι αυτή προϊόν σειράς συμπτώσεων), φθάνουν μέχρι την στιγμή της ανάγνωσης αυτών των γραμμών και συνεχίζονται μέχρι τον θάνατό μας. 

329. Η χαρά στη ζωή

Ο χαιρετισμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που συναντιόνται και δεν είναι Έλληνες είναι μια ευχή για καλή μέρα, ή καλό απόγευμα. Ή μπορεί να είναι κάποια λέξη που ετυμολογικά δεν σημαίνει τίποτε, είναι απλά ένας ήχος: Hello, ciao, κλπ.

Στους Έλληνες τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ πρωταγωνιστεί η χαρά. Η χαρά της ζωής.

Ας δούμε πως αυτή η χαρά εκφράζεται στον καθημερινό μας βίο:
·    Ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός ανάμεσα στους νεοέλληνες που συναντιόνται ή αποχωρίζονται είναι το «γεια  χαρά». Που σημαίνει, φυσικά, «σου εύχομαι να έχεις υγεία και χαρά». Δεν έχει καθιερωθεί τυχαία ως χαιρετισμός αυτή η φράση. Κουβαλάει μέσα της μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια στάση ζωής, ένα μήνυμα: το μήνυμα να είμαστε χαρούμενοι. Όμως, από την τόσο συχνή, καθημερινή χρήση, έχει φθαρεί το νόημά της και δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό. Όπως συμβαίνει άλλωστε με οποιαδήποτε λέξη αν επαναλάβεις πολλές φορές φωναχτά και απανωτά.
·    Το «γεια χαρά» σε πιο επίσημη μορφή γίνεται «χαίρετε». Ένας ευγενικός χαιρετισμός που μας έμαθαν από παιδιά. Δεν έχω υπόψη μου καμιά άλλη γλώσσα στην οποία ο χαιρετισμός τους να εκφράζει χαρά.
·    Στέλνουμε σε κάποιον χαιρετισμούς που εμπεριέχουν την χαρά, και όχι κάποιο τυπικό «regards» ή «salutations» που είναι παντελώς άσχετα με χαρά.
·    Λίγες δεκαετίες πίσω, πριν το τηλέφωνο αντικαταστήσει την αλληλογραφία, η τυπική αρχή κάθε επιστολής ήταν: «Αγαπητέ π.χ. αδελφέ (ή φίλε) Νίκο, χαίρε. Από υγεία είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς».
·    Ο Διονύσιος Σολωμός, στο Ύμνο προς την Ελευθερία, που είναι ο Εθνικός μας Ύμνος ανακράζει με πάθος «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά». Ας μη ξεχνάμε ότι ο Εθνικός ύμνος της Ευρώπης είναι η «Ωδή στη Χαρά» από την 9η συμφωνία του Μπετόβεν.
·    Υπάρχουν, βέβαια, και οι «Χαιρετισμοί» της Μεγάλης Εβδομάδας προς την Θεοτόκο.
·    Λίγες χιλιετίες πίσω, οι αρχαίοι Έλληνες προσαγορεύονταν με χαρά. Π.χ. «Χαίρε, ω Σόλων».
·    Πολλές χιλιετίες πίσω, στους Ορφικούς Ύμνους, ανακαλύπτουμε ανάμεσα στους στίχους: «Και εσύ μεν ούτω χαίρε πολυστάφυλ’ ώ Διόνυσε» (εις Διόνυσον), «Χαίρε Κρόνου θύγατερ συ τε και χρυσόρραπις» (εις Εστίαν), «Χαίρε άνασσα θεά λευκώλενε δία Σελήνη (εις Σελήνην), «Χαίρε άναξ πρόφρων δε βίον θυμήρε όπαζε» (εις Ήλιον).


Η Μισελίν Ροκμπρίν-Κόνερι, ζωγράφος-συγγραφέας, που τυγχάνει και σύζυγος του Σον Κόνερι,  έχει πει: «Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να την χαιρόμαστε. Όλοι έχουμε προβλήματα στη ζωή μας, αν όμως καταφέρουμε να εκτιμάμε τα υπέροχα στοιχεία της, είμαστε νικητές».


Ε, αυτή, το λοιπόν, την χαρά προσπαθώ να ενσωματώσω στην ζωή μου. Όχι έτσι γενικά και αόριστα, αλλά στην συνειδητή βίωση της κάθε ημέρας μου.

(Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Αντίο, Άγχος!")

328. Το μυρωδάτο φασκόμηλο

Αν το αρωματικό αυτό φυτό με την πλούσια, εξαίσια μυρωδιά, είχε ένα εξωτικό όνομα, ας πούμε, εντελβάις, φύτρωνε σε απρόσιτα μέρη, στις Άλπεις ή στα Ιμαλάια και πουλιόταν σε υψηλή τιμή, θα ήταν περιζήτητο.

Τώρα όμως που φυτρώνει σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης και πουλιέται παντού και πάμφθηνα, το περιφρονούμε σαν παρακατιανό πιστεύοντας πως το αφέψημά του  σερβίρεται μόνο σε κάτι γέρους, στα επαρχιακά καφενεία. Φασκόμηλο, σου λέει…

Σε επαγγελματικό ταξίδι στην Κορέα, αναγκάστηκα να πιω πολλά φλιτζάνια με γκινσένγκ, το εθνικό τους ρόφημα, αφού το πρόσφεραν σε κάθε γραφείο που επισκεπτόμουν αντί για καφέ ή τσάι. Ήταν φτιαγμένο από μια τοπική ρίζα που ξέραιναν και έκαναν σκόνη. Η γεύση του; Απαίσια. Καμιά σχέση με τη μοσχοβολιά του φασκόμηλου.

Πέραν της ευωδιάς του, το φασκόμηλο έχει αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες, γι΄αυτό η επιστημονική ονομασία του είναι "Σάλβια η φαρμακευτική".  Ό,τι πρέπει για τα κρυολογήματα του χειμώνα, που μας ταλαιπωρούν.   
Το κατάλληλο μάρκετινγκ έκανε ένα καραμελοζούμι, τίγκα στην ζάχαρη και στην καφεΐνη, να γίνει το Νο 1 αναψυκτικό στον κόσμο. Έτσι λοιπόν, μια απλή διαφημιστική καμπάνια, θα μπορούσε να πείσει πρώτα εμάς, του Έλληνες, να αλλάξουμε την στρεβλή αντίληψη που έχουμε για το φασκόμηλο και να το αναγάγουμε σε εθνικό μας τσάι. Ύστερα, να πείσουμε τους ξένους για την αξία του και να το εξάγουμε.

«Λεφτά υπάρχουν». Αρκεί να τα ανακαλύψουμε.

327. Το πιο επικίνδυνο θηρίο του κόσμου

Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, πολιτισμένοι, ευγενείς και ιδεολόγοι, σε ακραίες συνθήκες  μετατρέπονται σε θηρία. Τρία παραδείγματα:

Οι θηριωδίες των ναζιστών, αρκετοί από τους οποίους δεν ήσαν άξεστοι Τεύτονες αλλά καλλιεργημένοι αστοί και λάτρεις της κλασικής μουσικής.

Οι επιζήσαντες αεροπορικού δυστυχήματος στις Άνδεις, το 1972, που κανιβάλισαν πτώματα για να επιβιώσουν. Δεν σπεύδω να τους κατηγορήσω, απλή επισήμανση κάνω. Κι εμείς, στη θέση τους, ίσως το ίδιο να κάναμε.  

Οι σύντροφοι του Μίκη Θεοδωράκη, (σύμφωνα με δική του μαρτυρία) ιδεολόγοι κομμουνιστές, συγκρατούμενοί του σε ξερονήσι, όταν έφεραν ένα βαρέλι πόσιμο νερό, ύστερα από μέρες δίψας, δέρνονταν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοπιεί.

Επίτηδες δεν αναφέρομαι σε άλλες ανθρώπινες φρικαλεότητες, όπως επινοήσεις για βασανιστήρια. Αυτές αφορούν αρρωστημένα μυαλά, ενώ εδώ μιλώ για φυσιολογικούς ανθρώπους, όπως εμείς.  

Σε ένα από τα πάρκα της Ντίσνεϊλαντ, στην Φλώριδα, μια ταμπέλα γράφει «το πιο επικίνδυνο θηρίο του κόσμου». Όταν πλησιάσεις γεμάτος περιέργεια, ανακαλύπτεις με έκπληξη πως πρόκειται για έναν απλό…καθρέφτη!