Το διήγημά μου αυτό, πήρε το Α' βραβείο Διηγήματος 2005, που οργάνωσε η Φιλολογική Στέγη Πειραιά, με θέμα τον Πειραιά.
"Πόρνη, μάνα
των προλετάριων
του έρωτα"
(Α.Γ.)
«Κύριε Χρυσοβέργη, σας συνδέω με τον κύριο Μαντζαβίνο, τον διευθυντή της Ναυτιλιακής Τράπεζας», ακούστηκε η φωνή της γραμματέως του από το εσωτερικό τηλέφωνο.
Συζήτησε για λίγο με τον τραπεζίτη τους όρους του δανείου που θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή των έξι δεξαμενόπλοιων που είχε παραγγείλει στo ναυπηγείο της Hyundai.
Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έριξε μια ματιά στο χρυσό επιτραπέζιο ρολόι του γραφείου του, δώρο της Μέλπως, της γυναίκας του. Περασμένες εφτάμιση.
Ζαλισμένος από την ένταση της δουλειάς, όλη μέρα, σηκώθηκε από το γραφείο του και βημάτισε αργά μέχρι την μπαλκονόπορτα για να πάρει μια ανάσα και να ξεμουδιάσει. Έδεσε τα χέρια πίσω από τον σβέρκο κι έμεινε τεντωμένος για λίγα δευτερόλεπτα, απολαμβάνοντας την ευεξία που του χάριζαν οι τσιτωμένοι μύες της πλάτης.
Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα. Η ανοιξιάτικη θαλασσινή αύρα που ερχόταν από την Ακτή Μιαούλη πλημμύρισε το μεγάλο γραφείο διώχνοντας τον ξερό αέρα του κλιματισμού. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι αμέσως ένιωσε καλλίτερα. Ο ήλιος έστελνε τις τελευταίες ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια, πριν σβήσει στα βουνά της Κούλουρης, σαν μια κουταλιά βούτυρο που αργολιώνει σε ζεστό τηγάνι. Το είδωλό του καθρεφτίστηκε στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Ψηλός, γεροδεμένος, “καλοστεκούμενος” όπως θα έλεγε κι η μακαρίτισσα η μάνα του, παρά τα εξήντα του χρόνια.
Από τον έβδομο όροφο που βρισκότανε, κοίταξε κάτω. Η κίνηση στη Νοταρά άρχισε να αραιώνει. Οι υπάλληλοι από τις γύρω ναυτιλιακές εταιρίες και τράπεζες είχαν σχολάσει από ώρα. Το μάτι του έπεσε στο ερειπωμένο δίπατο σπίτι που έστεκε ξεχασμένο ανάμεσα στα ψηλά γυάλινα κτίρια.
Η σκέψη του τον ταξίδεψε σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Τότε που, δεκαπεντάχρονο παλικαράκι, κατέβαινε συχνά τις Κυριακές με το τραμ απ’ τα Ταμπούρια στην Τρούμπα.
Τρούμπα. Λέξη φορτισμένη σαν ηλεκτρικό καλώδιο μ’ έντονο ερωτισμό ανάκατο με αμαρτία. Έβαζε μπουρλότο στη φαντασία των στερημένων αγοριών της εποχής, μιας και κορίτσια βλέπανε μόνο με το κιάλι. Ακόμα και τ’ όνομα του σχολείου του “Ε΄ Γυμνάσιον Αρρένων Πειραιώς” διατυμπάνιζε τη θηλυκή ξεραΐλα.
Μόνη διέξοδος, για τους πιο θαρραλέους, η Τρούμπα. Την ορίζανε κυρίως δυο παράλληλοι δρόμοι. Η Φίλωνος κι η Νοταρά. Απ’ την αρχή τους, στην Τρικούπη, μέχρι τη Μπουμπουλίνας. Αριστερά και δεξιά τους τα χαμηλά σπίτια και τα καμπαρέ. Κι ακόμη, το αστυνομικό τμήμα, το βενζινάδικο, τα φτηνά ξενοδοχεία, οι σινεμάδες, το “Ηλύσια” και το “Φως”. Πιο πέρα, τα σκαλάκια της Τερψιθέας. Αντρόκοσμος κάθε ηλικίας από τον Πειραιά, την Αθήνα και την επαρχία, ξέμπαρκοι ναυτικοί, φαντάροι, παπατζήδες, μικροπωλητές, ο λούστρος ο μουγκός και, κάθε τόσο, οι ναύτες του έκτου αμερικάνικου στόλου. Την Τρούμπα περίζωναν τα μαγαζιά, τα γραφεία και τα σπίτια, όπου ζούσε και δούλευε ο ευυπόληπτος κόσμος.
Έτσι, η Τρούμπα ήτανε ένα “κράτος εν κράτει” με τους δικούς του νόμους και τη δική του ηθική. Κάτι σαν το Βατικανό, να πούμε.
(αύριο, η συνέχεια)