Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, οι πολιτικοί, (με ελάχιστες εξαιρέσεις) αφού ασέλγησαν επί δεκαετίες πάνω της, τώρα θυμήθηκαν την «πατρίδα». Όταν μιλούν, βάζουν αυτή τη λέξη παντού, σαν μαϊντανό, για να δηλώσουν την ανύπαρκτη φιλοπατρία τους. Οι πράξεις τους, καθημερινά, ξεσκεπάζουν την υποκρισία τους αφού το πρώτο, κύριο και αποκλειστικό τους μέλημα είναι η πολιτική τους επιβίωση, γι’ αυτό και μεταπηδούν ε ευκολία σε άλλο κόμμα νομίσουν πως θα τους διασώσει. Αν οι ενέργειές τους αντιστρατεύονται στα συμφέροντα της «πατρίδας» για την οποία τάχα κόπτονται, τόσο το χειρότερο για την πατρίδα.
Αυτά για τους πολιτικούς, που ήσαν είναι και θα είναι αυτοί που είναι.
Αλήθεια όμως, ποια ήταν η σχέση ημών, των κοινών πολιτών, με την πατρίδα, παλιά και τώρα; Θυμάμαι, στην δεκαετία του ’50, το ραδιόφωνο μετέδιδε καθημερινά ένα ημίωρα πρόγραμμα με στρατιωτικά εμβατήρια. Τραγουδισμένα από αντρικές χορωδίες, που συνόδευαν πνευστά και κρουστά, εξυμνούσαν την χώρα μας με στίχους όπως: «…η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…». Μια και η εποποιία του ’40, ήταν σχετικά πρόσφατη, τα ερτζιανά μετέφεραν συχνά την φωνή της Βέμπο σε τραγούδια όπως «…παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Στα σχολεία, στις εθνικές εορτές της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, οι μαθητές απήγγειλαν ποιήματα με πατριωτικό περιεχόμενο που εξυμνούσαν τις ηρωικές πράξεις των προγόνων μας και την ιερότητα της σημαίας. Μερικοί θα θυμούνται ακόμη τα σχετικά σκετσάκια που έπαιζαν οι μαθητές και οι μαθήτριες με τις οδηγίες των δασκάλων. Θα θυμούνται ακόμη την κατάθεση στεφάνων στο ηρώο, τον ιερέα να κάνει μνημόσυνο στους πεσόντες και να ακολουθεί ενός λεπτού σιγή. Το άκουσμα του Εθνικού Ύμνου προξενούσε ρίγη συγκινήσεως σε μικρούς και μεγάλους, που στέκονταν προσοχή. Όλα αυτά σφυρηλατούσαν την εθνική συνείδηση στους πολίτες που τους οδηγούσε στην αγάπη για την πατρίδα (χωρίς εισαγωγικά). Απότοκο αυτής της αγάπης, ανάμεσα στα άλλα, ήταν και ο σεβασμός του δημόσιου χρήματος που θεωρείτο ιερό.
Μετά την 21η Απριλίου 1967 το σκηνικό άλλαξε. Τα στρατιωτικά εμβατήρια και οι πατριωτικές εκδηλώσεις, στη συνείδηση του κόσμου, ταυτίστηκαν με το καθεστώς. Η μπάλα πήρε και την Ελληνική σημαία, που έγινε το μεγάλο, αθώο θύμα. Μετά την μεταπολίτευση, μεταξύ άλλων, καταργήθηκε η έπαρση της σημαίας στα σχολεία. Πολλά χρόνια μετά, φίλος μου λυκειάρχης τόλμησε να την υψώσει αψηφώντας κάποιες διαμαρτυρίες. Για εμβατήρια ούτε λόγος. Η λέξη πατρίδα εξορίστηκε από το καθημερινό λεξιλόγιο. Αν την εκστόμιζες σε θεωρούσαν ότι ανήκες σε ακραίες πολιτικές παρατάξεις.
Αποτέλεσμα; Αμβλύνθηκε η έννοια του πατριωτισμού. Βαθμηδόν, η πατρίδα παραμερίστηκε και την θέση της πήρε το «εγώ και η πάρτη μου». Το δημόσιο χρήμα όχι μόνον έπαψε να θεωρείται ιερό αλλά ήταν και μεγάλη «μαγκιά» να το κλέβεις. Ο κόσμος θαύμαζε κρυφά ή φανερά τα πάσης φύσεως τρωκτικά του δημόσιου χρήματος και τους έκλεινε πονηρά το μάτι. Ήσαν μια απέραντη στρατιά από πολιτικούς, διαπλεκόμενους επιχειρηματίες και εκδότες, απατεώνες που έπαιρναν επίδομα τυφλότητας, συγγενείς που συνέχιζαν να εισπράττουν τη σύνταξη των από χρόνια πεθαμένων δικών τους, μαγαζάτορες που δεν έκοβαν απόδειξη και έβαζαν τον ΦΠΑ στην τσέπη και πολλούς άλλους. Ο κόσμος τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι όλοι αυτοί που θαύμαζε στην πραγματικότητα έκλεβαν την δική του τσέπη. Το έμαθε ξαφνικά όταν το πάρτι τελείωσε και του ήλθε ο λογαριασμός με την μορφή απολύσεων, κλεισίματος μαγαζιών και επιχειρήσεων, άγριου τσεκουρώματος στους μισθούς και στις συντάξεις, στρατιές ανέργων, επιστροφή στη δραχμή, αβεβαιότητα για το μέλλον.
Τώρα, θυμηθήκαμε ξανά την δόλια πατρίδα.