Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

422. Το απρόσμενο τέλος


Όταν ζω μια ευχάριστη κατάσταση ή μια ανέμελη περίοδο της ζωής μου σχεδόν ποτέ δεν μπορώ να ξέρω πότε θα τελειώσει. Το τέλος της έρχεται συχνά με αναπάντεχο τρόπο. Σκέφτομαι πόσες φορές έχει συμβεί κάτι για τελευταία φορά, σ’ εμένα ή σε κάποιον άλλο. Χωρίς όμως ούτε εγώ ούτε ο άλλος να είχαμε υποπτευθεί ότι αυτό το κάτι μάς συνέβαινε για τελευταία φορά. Το μαθαίναμε  αργότερα, εκ των υστέρων.  Για παράδειγμα, όταν πριν δυο εβδομάδες συναντήθηκα με τον φίλο μου, τον Ζαφείρη, δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα γιατί την επόμενη ημέρα έπαθε καρδιακή προσβολή.

Το συμπέρασμα είναι ότι η ημερομηνία λήξης οποιασδήποτε ευχάριστης κατάστασης είναι απροσδιόριστη. Αυτό κάνει την σημασία τού «enjoy it while it lasts» (απόλαυσέ το όσο διαρκεί) ακόμη μεγαλύτερη.
(Από το βιβλίο μου "Αντίο, Άγχος!")

421. Παλιό καφενείο (5/5)

Στην επαρχία, στα καφενεία γίνονταν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Ο κινηματογραφιστής με την φορητή μηχανή, η καραγκιοζοποπαίχτης, τα θεατρικά μπουλούκια, στο καφενείο εύρισκαν στέγη, όπως μαρτυρά και ο "Θίασος" του Αγγελόπουλου (εικονίζεται το καφενείο της Άμφισσας όπου γυρίστηκε η σκηνή).
      Το καφενείο στα απόμερα χωριά ήταν κάποτε το "κέντρο διερχομένων". Ο επισκέπτης εκεί απευθυνόταν για να ενημερωθεί και να φάει πρόχειρα δυο αυγά τηγανητά.   
      Η κοινωνική συνεισφορά του καφενείου συνδέεται με την κοινωνική διάσταση του καφέ. Είναι ο «καφές της παρηγοριάς» μετά τις κηδείες. "Κερνούσες ούζα / και κονιάκ στο καφενείο" τραγουδούσαν οι Κατσιμιχαίοι. Η πρόφαση για προσφορά φιλοδωρήματος (ενίοτε και λαδώματος) «κι αυτά για ένα καφέ». Το φάρμακο στην στενοχώρια «για να πάνε κάτω τα φαρμάκια» και αντίδοτο στο μεθύσι με ένα σκέτο καφέ.  Η συντροφικότητα και το ζεστό κλίμα που αναδύεται πίνοντας ένα καφέ με φίλο ή με παρέα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα ποτά π.χ. τσάι. Ο καφές είναι τo κατεξοχήν κέρασμα του επισκέπτη στον επαγγελματικό χώρο. Είναι όμως και το πρώτο δείγμα φιλοξενίας στο σπίτι. Η πρόσκληση «για καφέ» στο φλερτ. Αλήθεια, πόσες ερωτικές ιστορίες άρχισαν, πόσοι γάμοι έγιναν, πόσα παιδιά γεννήθηκαν ξεκινώντας από «ένα καφέ»;
      Δύσκολη η δουλειά του καφετζή. Αξημέρωτα άνοιγε το μαγαζί, κοντά μεσάνυχτα το έκλεινε. Έβαζε τότε τις ψάθινες καρέκλες πάνω στα ξύλινα τραπέζια με το μάρμαρο και σκούπιζε το πάτωμα για να είναι καθαρό την άλλη μέρα. Γι' αυτόν δεν υπήρχαν Σαββατοκύριακα, γιορτές και σχόλες. Παραμονή πρωτοχρονιάς, ξενυχτούσε, αφού για ένα βράδυ, με την ανοχή της αστυνομίας, παίζανε τριανταμία, πλακάκια, πόκα, ή μπαρμπούτι. 
      Πριν λίγα χρόνια  πήγα διακοπές στην Νάξο. Μπαίνοντας στην Απείρανθο πήρα σβάρνα όλες τις καφετέριες ζητώντας καφέ στο μπρίκι. Δεν είχε ούτε μια. Σέρβιραν εκείνο τον απαίσιο που έπινα στο ΚΨΜ στο στρατό, βρασμένο στιγμιαία στο ρύγχος του ατμού. Τελικά βρήκα στο ωραίο μαγαζί του Λευτέρη.  "Καθίσαμε στο ίδιο καφενείο..../ Είχε μονάχα νεσκαφέ, τέρμα το μπρίκι / στο διπλανό τραπέζι ούζο με φιστίκι" διαπίστωνε από καιρό η Αρλέτα.
      Το παραδοσιακό καφενείο πέθανε από χρόνια. Την θέση του πήρε η γνωστή καφετέρια.  Κι όμως, σε κάποιες γωνιές της Ελλάδας υπάρχουν ακόμη, δίνοντας την στερνή μάχη με τον χρόνο. Ας τα ανακαλύψουμε.
-τέλος-

420. Το παλιό καφενείο (4/5)


Στη θερινή ραστώνη, η ζέστη του ήλιου έφερνε αποχαύνωση.  Αυτή αποτυπωνόταν στον τρόπο που κάθονταν κάποιοι θαμώνες. Αραχτοί σε δύο καρέκλες, η δεύτερη ακουμπιστήρι για τα πόδια. Ενίοτε μια τρίτη υποβάσταζε τη μασχάλη. Σε φιλικό κύκλο, κάποιοι κάθονταν ανάποδα με την ράχη της καρέκλας μπροστά. 
      Από τα καφενεία παρέλαυναν καθημερινά διάφοροι πλανόδιοι. Φωτογράφοι, που απαθανάτιζαν σε ασπρόμαυρο την παρέα, λαχειοπώλες, κουλουρτζήδες, φιστικάδες ("και μονά-ζυγά παίζω"), λοταριατζήδες,  λούστροι, γυρολόγοι, επιτήδειοι, τάχα ξέμπαρκοι ναυτικοί που πουλούσαν λαθραίους αναπτήρες, ρολόγια και υφάσματα. Δεν έλειπαν και οι σαλοί της περιοχής, όπως ο Κατάσκοπος με το βαλιτσάκι, ο Τρελομαραμένος με τον σουγιά, ο Γόης με το τσουβάλι κι ο Κώστας που, πάντα αμίλητος, τσαλαβουτούσε με τα παπούτσια στους νερόλακκους του δρόμου. Οι θαμώνες τους πείραζαν. 
      Ανέκαθεν τα καφενεία ανά την επικράτεια είχαν μεγάλο κοινωνικό ρόλο. Δεν υπάρχει Ελληνική γωνιά που να μην έχει το δικό της. Εκεί λειτουργούσε άτυπα η αρχαία "εκκλησία του δήμου". Προσφιλές και συνηθέστερο θέμα, η πολιτική, με δεύτερο το ποδόσφαιρο. Καθένας έλεγε την άποψή του, το μακρύ και το κοντό του, διαφωνούσε, καυγάδιζε, έβγαζε τα απωθημένα του, κάκιωνε με τους αντιφρονούντες, φίλιωνε και όλοι μαζί ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Χαρακτηριστική η εμπειρία Αγγλίδας συγγραφέως σε καφενείο της Κρήτης: "Φώναζαν άγρια, τσακώνονταν μεταξύ τους. Ήσαν έτοιμοι να σφαχτούνε. Τρόμαξα. Ξαφνικά ηρέμησαν, άρχισαν να πίνουν και να τραγουδούν".
      Ας θυμηθούμε και τον χωρισμό σε γαλάζια και πράσινα καφενεία μιας εποχής. Σε προεκλογικές περιόδους, οι υποψήφιοι κατέφευγαν στα καφενεία της περιφέρειάς τους για να μιλήσουν στους "πελάτες" τους. Την ημέρα των εκλογών, τα μεγάλα καφενεία μετατρέπονταν σε εκλογικά κέντρα με τα τραπεζοκαθίσματα  στοιβαγμένα στη γωνιά.
      Το καφενείο ήταν ο τόπος συνάντησης φίλων ή γνωστών "πέρνα το βράδυ από το καφενείο να τα πούμε". Γι' αυτό και η επωνυμίες τους ήσαν συχνά "η συνάντηση", "των φίλων" κλπ. Ο Ορφέας Περίδης για μια τέτοια παρέα τραγουδούσε "Στο καφενείο στην Κυψέλη / ανταμώσανε τα μέλη / ούζο, τσιγάρο, τέλη Σεπτέμβρη".
      Για πολλούς ήταν το μόνιμο στέκι, ήξεραν οι άλλοι πού αλλά και την ώρα που θα τον βρουν, ειδάλλως ο καφετζή τους ενημέρωνε.  "Στο καφενείο έχουν δυο μήνες να τον δουν / Με την καλή του έχουν άλλο τόσο να βρεθούν" τραγουδά ο Νίκος Πορτοκάλογλου για κάποιον χαμένο θαμώνα.
     Ωρισμένα επαγγέλματα είχαν τα δικά τους καφενεία, όπως οι καλλιτέχνες στην Ομόνοια. Υπήρχε και το περίφημο καφενείο "των κυνηγών" απέναντι από το Δημοτικό θέατρο, στον Πειραιά. Κάποια μεγάλα διέθεταν και μπιλιάρδο.
-συνεχίζεται-

419. Το παλιό καφενείο (3/5)

Το καφενείο διέθετε και ναργιλέ (τουρκ. nargile). Τον παράγγελναν μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι, μάλλον πρόσφυγες, που τον κάπνιζαν αμίλητοι και σοβαροί. Χάζευα τις μπουρμπουλήθρες που σχηματίζοντας μέσα στο γυάλινο δοχείο με το νερό. Επιτυχία του ναργιλέ ήταν ο πολύ ψιλοκομμένος καπνός, το τουμπεκί  (τουρκ. tombeki), που ήταν δουλειά του ταμπή. Στο τουμπεκί οι χασικλήδες, στους τεκέδες, πρόσθεταν χασίσι. Στην αργκό, το "κάνε τουμπεκί" σήμαινε "σώπα". Στην εποχή μας, ο ναργιλές ήλθε πάλι στη μόδα και τον καπνίζουν νεαροί σε κάποια μαγαζιά που τον διαθέτουν
      Οι θαμώνες συζητούσαν, διάβαζαν εφημερίδα, έπαιζαν τάβλι έχοντας συχνά γύρω τους θεατές που σχολίαζαν φωναχτά τις κινήσεις τους.  Έπαιζαν και χαρτιά, κυρίως κολιτσίνα, ξερή, σκαμπίλι, ραμί, αβησσυνία, και πρέφα. "Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ / τσιγάρο, πρέφα και καφέ", τραγουδούσε ο Χατζής.  Ο χαμένος της παρτίδας κερνούσε τους  καφέδες ή τα ούζα.
      Το καλοκαίρι, η δράση του καφενείου μεταφερόταν έξω. Τα  τραπεζάκια του απλώνονταν στην πλατεία, στην σκιά των πανύψηλων ευκάλυπτων. Αυτή την ευκαιρία περιμέναμε και εμείς, τα αγόρια της γειτονιάς για να κάνουμε ανεφοδιασμό. Περνώντας τάχα αδιάφοροι ανάμεσα από τα τραπεζάκια μαζεύαμε από κάτω τα μεταλλικά καπάκια των αναψυκτικών που πετούσαν τα γκαρσόνια και τα άδεια κουτιά από τσιγάρα που πετούσαν οι θαμώνες.
Τι τα κάναμε; Μα, παιχνίδια φυσικά. Τα καπάκια στόλιζαν το πατίνι καρφωμένα επιδέξια στο όρθιο σανίδι του. Με ένα καπάκι ο καθένας παίζαμε στο ρείθρο του πεζοδρόμιου τινάζοντάς το μπροστά με τα δάχτυλα. Προσπαθούσαμε να ρίξουμε έξω το καπάκι του αντιπάλου μας χωρίς να πέσει το δικό μας. Όποιος έφτανε πρώτος στο τέρμα έκανε ένα "ρούμπο" (αντιδάνειο < ιταλ. rombo, < ελλ. ρόμβος). Κι ακόμη το καπάκι αναψυκτικού ήταν νομισματική μονάδα σε άλλα παιχνίδια.
   Και το τσιγαρόκουτο; Τότε κυκλοφορούσαν αποκλειστικά κασετίνες. Κρατούσαμε μόνο το πάνω μέρος από το καπάκι με την εικόνα. Με ένα πάκο από διαφορετικές μάρκες στο χέρι, σαν τραπουλόχαρτα, καθόμασταν με τον συμπαίκτη στο πεζοδρόμιο και ρίχναμε διαδοχικά από ένα "φύλλο". Αυτός που έριχνε ίδιο με το τελευταίο κέρδιζε όλο τα πακέτο που ήταν κάτω. Κι ακόμη πετούσαμε  από απόσταση ένα "φύλλο" στην ρίζα ενός τοίχου. Όποιος πλησίαζε πιο κοντά στον τοίχο έπαιρνε εκείνο του αντιπάλου.
-συνεχίζεται-

418. Το παλιό καφενείο (2/5)


Οι πελάτες ήσαν αποκλειστικά άνδρες, οι πιότεροι μουστακαλήδες σύμφωνα με την τοτινή μόδα. Αποτελούνταν από τους εγαζόμενους που έρχονταν μετά την δουλειά, οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι και οι χασομέρηδες, κοινώς καφενόβιοι.
Τις Κυριακές με τα καλά τους, κουστουμάκι, (έστω τριμμένο και "γυρισμένο"), γραβάτα και  τραγιάσκα ή καπέλο (από το πιλοποιείον του Πουλόπουλου, στο Θησείο, γνωστό και ως Πιλ-Πουλ). Από πάνω παλτό ή καπαρντίνα αφού το κατάστημα δεν διέθετε θέρμανση και μια σόμπα στο κέντρο αδυνατούσε να ζεστάνει την μεγάλη σάλα. Το κρύο που έτσουζε έξω εύκολα διαπερνούσε τα μονά τζάμια, τις χαραμάδες και την πόρτα που ανοιγόκλεινε συνέχεια. Στο κρύο αυτό αναφέρεται κι ο στίχος του Νίκου Γκάτσου "Βοριάς και κρύο έξω φυσάει / κι ο καπετάνιος στο καφενείο / καπνό μασάει". Κατά τις τρεις η ώρα, η βαβούρα από τις ομιλίες και οι θόρυβοι από τα πούλια που χτυπιόνταν με μανία πάνω στο τάβλι κόπαζαν κι όλοι έστηναν αυτί να ακούσουν "την μπάλα" από το ραδιόφωνο πάνω στο ράφι.
       Το σκηνικό περιγράφει ωραία ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στους στίχους "Το λαϊκό το καφενείο / έχει μια πόρτα που όλο τρίζει / κι από το τζάμι μπαίνει κρύο / που μας θερίζει. / Όλες τις μέρες είναι άδειο / τις Κυριακές κάργα ως τη σκάλα / γιατί ανοίγουμε το ράδιο / κι ακούμε μπάλα. / Οι τακτικοί του οι πελάτες / ο χωροφύλακας ο Αντρέας / πέντ' έξι άνεργοι εργάτες / και ο κουρέας. / Κι εγώ που λες, παιδάκι πράμα / πότε ταμπής, πότε γκαρσόνι / χρόνια να καρτερώ το θάμα / που δε ζυγώνει"
       Ο πελάτης καλούσε με παλαμάκια το γκαρσόνι, που αποκρινόταν με το χαρακτηριστικό «έφτασέεεεε». Οι τακτικοί θαμώνες δεν χρειάζονταν να παραγγείλουν καφέ γιατί το γκαρσόν ήξερε πώς τον πίνουν. Όταν η παραγγελία καθυστερούσε να έλθει, ο ανυπόμονος πελάτης διαμαρτυρόταν «τι θα γίνει, ρε Μπάμπη, με εκείνο τον καφέ; Κόκαλα έχει;». Το «έφτασέεεεε...» του καφετζή και το «αυτό το τυχερό λαχείο ποιος θα το πάρει;» του τυφλού λαχειοπώλη στην Ομόνοια, έχουν μείνει στην νεοελληνική ιστορία.
       Σε λίγο κατέφτανε αχνιστός ο καφές, σε χοντρό φλιτζάνι, για να μην κρυώνει γρήγορα, σπάνια σε κρασοπότηρο, αν το ζητούσαν. Η πρώτη κίνηση του πελάτη ήταν να ανάψει τσιγάρο, αφού, όπως έλεγε ο πατέρας μου, "ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές".  Ύστερα τραβούσε μια θορυβώδη ρουφηξιά από τον ζεματιστό καφέ και πλατάγιζε ηδονικά την γλώσσα του. Με μικρές, αργές γουλιές, κουβέντα και τσιγάρο, τον έφτανε μέχρι τον πάτο. Ο θεριακλής έριχνε λίγο νερό πάνω στον ντελβέ (τουρκικά telve), δηλαδή το κατακάθι, το ανακάτευε λίγο περιστρέφοντας το φλιτζάνι και το έπινε. Τον βραστό καφέ ο ταμπής τον έριχνε από ψηλά στο φλιτζάνι και σχηματίζονταν φουσκάλες, ενώ οι άλλοι είχαν ένα παχύ, βελούδινο καϊμάκι (τουρκιστί kaymak).  
-συνεχίζεται-

417. Το παλιό καφενείο (1/5)

         Χειμώνας του 1955, Κυριακή μεσημέρι. "Πήγαινε να φωνάξεις τον μπαμπά από το καφενείο. Το φαί είναι έτοιμο, πες του", μου παράγγειλε η μάνα μου.
       Σε δυο λεπτά βρισκόμουν στην είσοδο του μεγάλου, τρίφατσου καφενείου της πλατείας, με τις τζαμένιες βιτρίνες. "Καφενείον - Το Διεθνές- Ανδρέας Καλαφάτης" έγραφε η ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο.
       Ανοίγοντας την πόρτα πήρα μια πρόγευση από αγγελοπουλικό "τοπίο στην ομίχλη" και φωσκολικό "ορατότης μηδέν". Το ντουμάνι από τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες κυριαρχούσε. Μέσα από τα λευκά νέφη μπόρεσα, στο βάθος, να διακρίνω την φιγούρα του πατέρα μου, που έπαιζε τάβλι. Ακολουθώντας τον στενό διάδρομο, ανάμεσα στα τραπέζια με τις ψάθινες καρέκλες και πατώντας γόπες, άδεια κουτιά από τσιγάρα και μεταλλικά καπάκια αναψυκτικών τον πλησίασα. Με είδε και έκανε σινιάλο  ότι έρχεται.
       Στα λίγα λεπτά της παρουσίας μου εκεί, η φωτογραφική μου μνήμη κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια. Στο βάθος, πίσω από τον πάγκο, ο ταμπής, ο βασιλιάς του καφενείου. Όρθιος με τα μπρίκια του (τουρκιστί imbrik), πάνω στη χόβολη, που την ετοίμαζε από βραδύς στο μικρό τζάκι του, δεχόταν φωναχτά τις παραγγελίες από τα γκαρσόνια με τις άσπρες ποδιές, δοσμένες στην ακαταλαβίστικη σε μένα ορολογία του τότε τούρκικου και νυν ελληνικού καφέ: γλυκύ βραστός, βαρύ γλυκός, ναι και όχι, πολλά βαρύς, μέτριος βαρύς, και πάει λέγοντας. Βασικό εργαλείο του ήταν το κουταλάκι, πολύ μικρό για να μετρά με ακρίβεια τις δόσεις του καφέ και της ζάχαρης. Για παράδειγμα, ο βαρύ γλυκός ήθελε τρεις καφέ και τέσσερεις ζάχαρη, ο πολλά βαρύ γλυκός τέσσερεις καφέ και έξι ζάχαρη, ενώ ο μέτριος βαρύς τρεις καφέ και τρεις ζάχαρη.
       Πιο δίπλα, ο βοηθός του, ο παραταμπής, έπλενε στο χέρι τα φλιτζάνια (τουρκικά filcan), και τα ποτήρια που τα γέμιζε νερό της βρύσης (εμφιαλωμένο δεν υπήρχε, Καραντάνη Λουτρακίου έπιναν κυρίως οι νεφροπαθείς) και τα έβαζε στο δίσκο στην σειρά. Από εκεί τα έπαιρναν τα γκαρσόνια μαζί με τους καφέδες που είχαν παραγγείλει.
       Στον τοίχο μια κάθετη ταμπέλα έγραφε "Τιμολόγιον" και από κάτω τα είδη που σερβίριζε: καφές, τέιον, γκαζόζα, πορτοκαλάδα, λεμονάδα, (κόκα κόλα, σέβεν απ, σπράιτ κλπ ήλθαν πολύ αργότερα), γάλα ποτήρι, γλυκό κουταλιού, λουκούμι, βανίλια (το γνωστό υποβρύχιο), κονιάκ και, φυσικά, ούζο, μπύρα. Δίπλα, με την κιμωλία γραμμένες οι τιμές σε δραχμές και λεπτά.  Πιο δίπλα ένας μεγάλος καθρέφτης και παρακεί κορνίζες που διαφήμιζαν τσιγάρα και αναψυκτικά. Από το ταβάνι κρέμονταν οι λάμπες-σωλήνες φθορίου που έβγαζαν ένα άσπρο, ψυχρό φως.
(συνεχίζεται)

416. Οι φούστες στα μοναστήρια

Η πρακτική της πρόσθετης φούστας που επιβάλλεται στις επισκέπτριες για την είσοδό τους στα μοναστήρια, μολονότι  αναχρονιστική, από μια άποψη έχει την λογική της. Διαφορετικά, πέφτεις στην παγίδα να ορίσεις το άσεμνο ή το μη κόσμιο. Που θα βάλεις το όριο στο γυναικείο παντελόνι; Πόσο κοντό, στενό, εφαρμοστό ή αποκαλυπτικό μπορεί να είναι;

415. "Γεια, χαρά"


Ο χαιρετισμός που απευθύνουμε στους φίλους μας, το «γεια σου», «γεια χαρά» ή σκέτο «γεια» δεν είναι κάποια λέξη που δεν σημαίνει τίποτε όπως το Αγγλοαμερικανικό και το Γαλλικό «hello»ή το Ιταλικό «ciao». Αντίθετα, είναι μεστή νοήματος: η πιο σημαντική ευχή που μπορεί να δώσεις σε κάποιον: «Να έχεις υγεία» ή «να έχεις υγεία και χαρά».

Κι όμως, το «γεια χαρά» έχει φθαρεί τόσο πολύ από την καθημερινή χρήση, που το λέμε χωρίς να καταλαβαίνουμε το νόημά του. Επί πλέον, έχει πάρει και μια «λαϊκή χροιά», κάτι σαν αργκό. Αυτό φαίνεται και από την «μάγκική» της εκδοχή: προσθέτοντας στο τέλος ένα «νταν» έχει γίνει «γεια χαραντάν»!

          (Από το βιβλίο μου "Αντίο, Άγχος!")
 
"Γεια, χαρά!", λοιπόν, υγεία και χαρά, σε όλους για το νέον έτος.