Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

549. Τότε που οι μανάδες τραγουδούσαν

Δεκαετία του '50. Η τηλεόραση άγνωστη στην Ελλάδα και το ραδιόφωνο πολυτέλεια για λίγα σπίτια. Οι άντρες στη δουλειά (ναυτικοί, οικοδόμοι, τεχνίτες, εργάτες, μικρομαγαζάτορες, υπάλληλοι, υπαίθριοι πωλητές) και οι γυναίκες, οι περισσότερες, στα σπίτια. Βλέπεις τότε ο άντρας θεωρούσε ντροπή να δουλεύει η γυναίκα του, πράγμα που σήμαινε ότι ο ίδιος δεν ήταν ικανός για να την θρέψει! 

Η νοικοκυρά λοιπόν, έκανε όλες τις δουλειές στο χέρι: ξεσκόνιζε με το ξεσκονόπανο, σκούπιζε με την χόρτινη σκούπα έπλενε στη σκάφη και στον νεροχύτη, άπλωνε τα ρούχα στο σχοινί, μαγείρευε και ζέσταινε νερό στην γκαζιέρα ή με ξύλα στο πλυσταριό, διατηρούσε τα φαγώσιμα στο φανάρι ή στο ψυγείο πάγου. Οι ηλεκτρικές σκούπες, τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων, τα στεγνωτήρια, οι θερμοσίφωνες, οι κουζίνες και τα ψυγεία εισέβαλλαν στα σπίτια πολύ αργότερα. 

Απασχολημένη όλη μέρα και κάθε μέρα με το σπίτι, η νοικοκυρά κάτι έπρεπε να κάνει για να σπάει την μονοτονία και την ανία της. Τι πιο εύκολο από το να το ρίξει στο τραγούδι. Τραγουδούσε μόνη της τραγούδια που ήξερε από μικρή ή τα νέα σουξέ της εποχής που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα με την βοήθεια των γραμμόφωνων. Αθέλητοι ωτακουστές οι γείτονες, ιδίως αν είχε ωραία φωνή, αλλά κυρίως εμείς, τα παιδιά. 

Άλλη ωδική δραστηριότητα των μανάδων εκείνης της εποχής ήταν το νανούρισμα. Για να κοιμίσουν τα αγγελούδια τους, τυλιγμένα σαν ντολμαδάκια στις φασκιές, τα κουνούσαν ρυθμικά και απαλά στην αγκαλιά ή στην κούνια τους λέγοντας τρυφερά, όπως μόνο μια μάνα ξέρει, ένα νανούρισμα: "κοιμήσου και παρήγγηλα / στην Πόλη τα προικιά σου, / στη Βενετιά τα ρούχα σου / και τα χρυσαφικά σου...". Άλλοτε πάλι αρκούσε ένα μακρόσυρτο, τρυφερό, ρυθμικό "νάνιιιιιιιι, έεεεεε, έεεεεε, έ" που επαναλάμβανε αλλάζοντας κάθε τόσο τον τόνο σε χαμηλότερο ή υψηλότερο, ώσπου το μωράκι της να αποκοιμηθεί. 

Όμως και οι άντρες δεν υστερούσαν στο τραγούδι. Στο γιαπί, στο εργαστήρι, στο χωράφι, έσπαγαν την μονοτονία της δουλειάς τους. Λέγεται ότι ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν κάποιο αφεντικό του, που τον άκουσε την ώρα της δουλειάς και του χάρισε μια κιθάρα. 

Τα χρόνια πέρασαν η τεχνολογία μπήκε στη ζωή μας και οι γυναίκες βγήκαν στην αγορά εργασίας. Ο ελεύθερος χρόνος ελαχιστοποιήθηκε και αυτός που έμεινε καταναλώνεται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Το τραγούδι έσβησε οριστικά στα χείλη των μανάδων. Το ίδιο και το νανούρισμα. "Απέσβετο και λάλον ύδωρ"

Όμως η άδουσα μητρική φωνή εγγράφτηκε ανεξίτηλα στην παιδική μας μνήμη και μας συντροφεύει γλυκά έως τώρα που γεράσαμε.