Τώρα το χειμώνα με το κρύο, αντί να βάζω τα φρούτα στο ψυγείο και να πιάνουν χώρο, τα αφήνω έξω, σε ένα πανέρι. Αυτό όμως το παρατήρησε ο άγρυπνος γείτονάς μου, που φωλιάζει στα γύρω δέντρα, ο κότσυφας. Κι όταν δεν τον βλέπω, έρχεται στα κρυφά και τσιμπολογά κάποιο μήλο.
Μια μέρα τον πέτυχα. Ήμουν πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας όταν τον είδα να προσγειώνεται δίπλα στο πανέρι. Έκανα ησυχία μην τον τρομάξω και φύγει. Κοίταξε αριστερά-δεξιά για να βεβαιωθεί πως ήταν ασφαλής κι άρχισε με το κεχριμπαρένιο ράμφος του να τσιμπά τη σάρκα του κόκκινου μήλου. Ώσπου να φέρω την φωτογραφική μηχανή, είχε εξαφανιστεί.
Οι κρυφές επισκέψεις του στο πανέρι είναι συχνές. Είναι όμως διακριτικός. Αντί να τσιμπά κάθε φορά διαφορετικό μήλο και να τα τρυπά όλα, συνεχίζει εκείνο που άρχισε την προηγούμενη μέρα, μεγαλώνοντας την τρύπα. Το παίρνω, λοιπόν, το καθαρίζω με ένα μαχαίρι και τρώω το υπόλοιπο. Έτσι, στο φρούτο μου έχω συνδαιτυμόνα τον κότσυφα. Μολονότι μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό, ποτέ δεν τρώμε μαζί.
Τον βλέπω συχνά να βολτάρει αμέριμνος στον κήπο. Με την κατάμαυρη, γυαλιστερή φορεσιά του περπατά καμαρωτός-καμαρωτός, σαν τον κυρ-Σταύρο, τον διάσημο κότσυφα, στο παραμυθάκι του Σαββόπουλου. Τότε θυμάμαι κι εκείνο το παλιό δίστιχο «κάνει κρύο, κάνει τσίφι / για το δόλιο το κοτσύφι», θαμμένο στο μνήμη μου από κάποιο αναγνωστικό του δημοτικού. Μια και πιάσαμε φιλία, έστω εν αγνοία του, φροντίζω πάντα να υπάρχει ένα τουλάχιστον μήλο στο πανέρι, μην τον αφήσω νηστικό.
Κάπου διάβασα με αποτροπιασμό πως μερικοί κυνηγάνε τους κότσυφες για το νόστιμο κρέας τους και άλλοι τους βάζουν στο κλουβί για να απολαμβάνουν το κελάιδισμα τους. Θα ήθελα να ήξερα την γλώσσα των πουλιών για να γράψω σε μια πινακίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΖΩΝΗ» και να την κρεμάσω στην αυλή μου. Και να έρχονται «όλα τα πουλιά του δάσους, μπεκάτσες, τσίχλες, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια» που λέει και ο Σαββόπουλος στο ίδιο παραμύθι, για να κάνουν παρέα στον φίλο μου, τον κότσυφα, να μην νιώθει μόνος.
Άσε που σκέπτομαι να φυτέψω και μια μηλιά στον κήπο για να τρώει τα μήλα του «στην πηγή», σαν άρχοντας κι όχι σαν κλέφτης από το πανέρι. Κι εκείνος πετώντας από κλαρί σε κλαρί, να με ευφραίνει με την παρουσία του και το κελάηδισμά του, που είναι πιο γλυκό και φασαριόζικο την άνοιξη.
Άσε που σκέπτομαι να φυτέψω και μια μηλιά στον κήπο για να τρώει τα μήλα του «στην πηγή», σαν άρχοντας κι όχι σαν κλέφτης από το πανέρι. Κι εκείνος πετώντας από κλαρί σε κλαρί, να με ευφραίνει με την παρουσία του και το κελάηδισμά του, που είναι πιο γλυκό και φασαριόζικο την άνοιξη.
πάντα με εκπλήσσουν, τα κοτσύφια στις πόλεις. στον Άλιμο πχ. στην πίσω αυλή φίλου μου, τα ακούω, τα βλέπω να τσιμπολογάνε από τις ελιές, να σφυριζοφτερωκοπάνε φεύγοντας... πάντα εκπλήσσομαι, όντας Πηλιορείτης, τάχω συνδέσει με το δάσος. των δένδρων. όχι των πολυκατοικιών... αλλά αυτά ξέρουν καλύτερα...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα αγαπητέ!
Καλημέρα και σ' εσένα, φίλε Πηλιορείτη, τοξότη, συνεχιστή της παράδοση την Κενταύρων. Στήσε αυτί, αυτή την εποχή, για να ακούσεις το γλυκό κελάιδισμα του κότσυφα, νωρίς το πρωί ή το σούρουπο.
Διαγραφή