Πλατεία ορεινού χωριού της Ευρυτανίας. Πρωτομαγιά, πάνε χρόνια. Μακρινό, απανωτό κορνάρισμα. Καταφθάνει από ψηλά αγροτικό φορτηγάκι. Αναίσθητος ο ματωμένος έφηβος, στην αγκαλιά της μάνας. «Σε μια στροφή, άνοιξε η πόρτα και πετάχτηκε έξω» εξηγεί ο πατέρας, απόπληκτος. Ξαπλώνουν τον νέο σε τραπέζι. Ο γιατρός της παρέας τον εξετάζει. Η δόλια μάνα, αλλόφρων, ξυπόλυτη, παραμιλά. Την οδηγώ στην κρήνη και πλένω τα ματωμένα χέρια της. Ο γιατρός, με τα μάτια, μού κάνει νεύμα. Κατάλαβα. «Στο νοσοκομείο...ίσως…» ψελλίζει. Το φορτηγάκι φεύγει με φόρα για την πόλη.
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στη θέση της Παναγίας μπροστά στον σταυρό, βλέπω εκείνη την άγνωστη μάνα. Και στο «γλυκύ μου έαρ» το πρόσωπο του γιου της. Μόνο, που για εκείνη, δεν υπήρξε ανάσταση…
(Εικονίζεται το έργο μου "Βρεφοκρατούσα" από την συλλογή "Όστρακα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου