Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

132. "Η πρώτη φορά" (βραβευμένο διήγημα) 3/4

(συνέχεια από εχθές)
Οι δυο φίλοι εξαντλήσανε τη Φίλωνος και αρχίσανε τη Νοταρά. Εκείνος είχε αρχίσει να ιδρώνει. Λίγο η ανοιξιάτικη λιακάδα, λίγο το κουστούμι που ήταν ολόμαλλο, αλλά πιο πολύ η αγωνία. Θα εύρισκαν μια όπως την ήθελαν; Πώς θα την πλησιάζανε; Τι θα της λέγανε; Και ύστερα, τι θα γινότανε; Πως θα ήταν; Θα τα κατάφερνε;
Με τα πολλά, βρήκανε μια του γούστου τους. Καμιά εικοσιπενταριά χρονώ με σοβαρό αλλά γλυκό πρόσωπο κι ωραίο κορμί. Όπως είχανε  συνεννοηθεί, την εξήγηση θα την έκανε ο Σταμάτης, καθότι πιο έμπειρος. Ο Σταμάτης δείλιασε για μια στιγμή. Όμως, μάζεψε τα αποθέματα του κουράγιου του και την πλησίασε, ακολουθούμενος από ’κείνον. Στήθηκε απέναντι της με τόνα χέρι στη τσέπη και τη ρώτησε με ύφος μάγκικο και βαρύ:
«Πόσα;». Εκείνη, που κατάλαβε ότι είχε να κάνει με πρωτάρηδες, που κάνανε μπαμ από δυο χιλιόμετρα μακριά, απάντησε απλά:
«Τριανταπέντε δραχμές».
Ο ένας πίσω από τον άλλο, μ’ εκείνη μπροστά, προχωρήσανε στο διάδρομο. Εκείνος πρόλαβε να δει στο κουδούνι το όνομα «ΝΤΟΡΑ».
Ανεβήκανε την ξύλινη σκάλα που έτριζε και φθάσανε σ’ ένα μικρό σαλονάκι που βρώμαγε μπαγιάτικη τσιγαρίλα. Όπως είχανε συμφωνήσει, πρώτος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα ο Σταμάτης. Όσο εκείνος περίμενε στο σαλονάκι τόσο ανέβαινε η αγωνία του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να τηνε κάνει κοπάνα αλλά τον συγκράτησε το φιλότιμο. Άραγε τι να γινόταν τώρα μέσα; Έστησε αυτί και άκουσε το  γρούτσου-γρούτσου που έκανε το κρεβάτι.
Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και φάνηκε εκείνη με το κομπινεζόν. «Ξέρεις, ο φίλος σου δεν τα κατάφερε» τον πληροφόρησε. Πάγωσε. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα για να γδυθεί ενώ ο Σταμάτης ντυνότανε με σπασμωδικές κινήσεις.
«Τι έγινε, ρε Σταμάτη;» ψέλλισε.
«Φτου, ρε γαμώ τη μπουτάνα μου, τίποτε δεν έγινε, θα στα πω μετά» του απάντησε όλο τσαντίλα και βγήκε από το δωμάτιο.
Έμεινε μόνος δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι, φορώντας μόνο το εσώρουχο.
«Βγάλτο κι αυτό» την άκουσε να του λέει μαλακά ενώ έκλεινε την πόρτα πίσω της. Πέταξε το ρούχο της σε μια καρέκλα και τον πλησίασε. Εκείνος σάστισε ακόμη πιο πολύ. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε γυναίκα ολόγυμνη.
«Ξέρεις, είμαι πρωτάρης…» της είπε ξέπνοα, για να καλύψει εκ των προτέρων την απειρία του αλλά και μια ενδεχόμενη αποτυχία.
«Αυτό, άστο σε μένα!» του αποκρίθηκε εκείνη μ’ ένα γλυκό χαμόγελο την ώρα που τον έπαιρνε στην αγκαλιά της. 
Σ’ αυτό το κρεβάτι πλάγιασε αγόρι και σηκώθηκε άντρας. Μια άγρια χαρά φούσκωσε τα στήθη του. «Τα κατάφερα, τα κατάφερα» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Αισθάνθηκε μια βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη γυναίκα.
Την ώρα που την πλήρωνε, είδε πως είχε δυο ωραία γαλαζοπράσινα μάτια. Πρόσεξε όμως πως το ένα ήταν λίγο περισσότερο πράσινο και το άλλο λίγο περισσότερο γαλάζιο.

                                                 (Αύριο, το τέλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου