(συνέχεια από εχθές)
Όταν βγήκε στο σαλονάκι, ο Σταμάτης είχε γίνει άφαντος. Από τότε, μολονότι συνέχιζαν να κάνουν παρέα, όπως παλιά, δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό το θέμα. Τέλειωσε το γυμνάσιο, μπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων του Ασπρόπυργου κ’ έγινε καπετάνιος. Γνώρισε πολλές γυναίκες αλλά ποτέ δεν κώλωσε στην πρώτη φορά μαζί τους. Η ανάμνηση της πρώτης του επιτυχίας του έδινε αυτοπεποίθηση. Ας είναι καλά εκείνη. Τις πόρνες τις σεβότανε για το λειτουργημά τους. Τις θεωρούσε “μάνες των προλετάριων του έρωτα” όπως συνήθιζε να λέει. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τις αποκάλεσε με το κοινό τους όνομα, που τό ’βρισκε φορτωμένο υποκριτικά με καταφρόνια.
Ύστερα από χρόνια, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ρισκάρει όλες του τις οικονομίες και να αγοράσει ένα παλιό γκαζάδικο. Με πολλή δουλειά και μπόλικη τύχη, αυγάτιζε το στόλο του. Το ένα πλοίο έγινε δύο, τα δύο τέσσερα κι έτσι βρέθηκε να έχει σήμερα ένα σύγχρονο στόλο δεκαοχτώ βαποριών. Τον Σταμάτη τον είχε από χρόνια Αρχιμηχανικό.
Το κτίριο αυτό τό ’χτισε μόνος του, αγοράζοντας το οικόπεδο με το εγκαταλειμμένο από χρόνια μπαρ, για να στεγάσει την εταιρεία του. Τα εγκαίνια έγιναν πριν από δυο βδομάδες και οι χώροι μυρίζανε ακόμα μπογιές. Από το δικό του γραφείο, που κάλυπτε ολόκληρο τον τελευταίο όροφο, έβλεπε από το μπαλκόνι το ερειπωμένο πια σπίτι με τη μισογκρεμισμένη κεραμιδένια σκεπή και τα κουφώματα που έχασκαν.
«Κύριε Χρυσοβέργη, η κυρία Δωροθέα που ζητήσατε να δείτε, ήλθε. Μπορεί να περάσει;» τον έβγαλε από τις αναμνήσεις η φωνή της γραμματέως του στο εσωτερικό τηλέφωνο.
Η κυρία Δωροθέα ήτανε η ηλικιωμένη κυρία που έφτιαχνε και σερβίριζε τους καφέδες στους επισκέπτες του. Του την είχε συστήσει μια φίλη της γυναίκας του, πριν από έξι χρόνια, γιατί, παρά την προχωρημένη ηλικία της, είχε ανάγκη να δουλέψει. Μόλις την είδε την προσέλαβε αμέσως. Ζούσε μόνη της στη Δραπετσώνα. Όμως, γέρασε πια και δεν είχε άλλα κουράγια να συνεχίσει τη δουλειά.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε. Ήταν λεπτή, ντυμένη με αξιοπρέπεια και μαλλιά βαμμένα λουλακί όπως συνηθίζουν οι γυναίκες της ηλικίας της. Παρά τα χρόνια της, έδειχνε ότι στα νιάτα της ήταν ωραία γυναίκα. Εκείνος έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου ένα παχύ φάκελο.
«Κυρία Δωροθέα, αυτά είναι για σένα» της είπε και της τον έδωσε. «Κι όπως είπαμε! Κάθε μήνα θα σου στέλνω ένα επίδομα. Κι ό,τι πρόβλημα έχεις, σε εμένα θα το λες».
«Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριε Χρυσοβέργη» του αποκρίθηκε εκείνη ενώ δάκρυα ευγνωμοσύνης πλημμύρισαν τα μάτια της. Τότε τα πρόσεξε καλλίτερα. Όσο γερνούσε, το γαλαζωπό μάτι γινότανε περισσότερο πράσινο και το πρασινωπό περισσότερο γαλάζιο…
(Τέλος)
πραγματικά πολύ ωραίο διήγημα... Συνεχίστε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Χαίρομαι που σας άρεσε.
ΑπάντησηΔιαγραφή