(συνέχεια από εχθές)
Εκείνος ερχότανε για χάζι. Άλλoτε μόνος κι άλλοτε παρέα με κάποιο φίλο. Ξυρίζανε το χνούδι στα μάγουλα και στο μουστάκι, φοράγανε τα καλά τους κι αρχίζανε το πήγαιν’ έλα. Πρώτα πιάνανε τη Φίλωνος και μετά τη Νοταρά, που ήσανε σαν πεζόδρομοι. Ο κόσμος περπάταγε στο οδόστρωμα μιας και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσανε τότε ήσανε λίγα. Οι γυναίκες, βαμμένες έντονα και προκλητικά, έστεκαν μισόγυμνες στην πόρτα του σπιτιού ή βγαίνανε στα παραθύρια, όταν δεν είχανε μέσα πελάτη. Θυμότανε κάποια μελαχρινή που μικρόδειχνε, με μπλε σχολική ποδιά και άσπρο γιακαδάκι, τάχα μαθητριούλα. “Προωθημένες τεχνικές μάρκετινγκ” σκέφθηκε χαμογελώντας.
Κάποιες φορές τολμούσε να δρασκελίσει το κατώφλι της μονίμως ανοιχτής εξώπορτας ενός σπιτιού και να προχωρήσει στα ενδότερα, ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Στο φτηνό σαλονάκι, άντρες κάπνιζαν καθισμένοι στις καρέκλες, κολλημένες στους τοίχους, η μια δίπλα στην άλλη. “Σαν αίθουσα αναμονής στον οδοντογιατρό!” ξανασκέφθηκε και χαμογέλασε πάλι.
Κάθε λίγο, άνοιγε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας κι έβγαινε ένας πελάτης ενώ τον ακολουθούσε μισόγυμνη η “οικοδέσποινα” εκθέτοντας τα κάλλη της. Οι πιο πολλοί, με το που την έβλεπαν, σηκώνονταν και φεύγανε για να πάνε στο πάρα κάτω σπίτι. Άλλοι γιατί δεν τη βρίσκανε του γούστου τους κι άλλοι γιατί, όπως αυτός, είχαν έλθει για χάζεμα. Φάτε μάτια ψάρια…Ύστερα από κάνα δυο ακόμη τέτοιες επισκέψεις, τα μάζευε και γύρναγε σπίτι.
Ώσπου, κάποια μέρα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα προχωρούσε στο παρασύνθημα! Κανόνισε με τον κολλητό του, το Σταμάτη, την επομένη Κυριακή να κατέβουνε μαζί. Ο Σταμάτης δούλευε σε μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε στον “Προμηθέα” για μηχανικός στα καράβια. Είχε πάρει ήδη το “βάπτισμα του πυρός”, γιατί είχε ξαναπάει μια φορά, έτσι έλεγε.
Μπανιαρίστηκε στη σκάφη, στο πλυσταριό, και τρίφτηκε με παχιά σαπουνάδα από πράσινο σαπούνι. Ξύρισε τις τρίχες στο πηγούνι με τη μηχανή του πατέρα του και φόρεσε το πρώτο και μοναδικό κουστούμι του, που είχε ράψει, με δόσεις, ο ράφτης της γειτονιάς. Χτενίστηκε προσεχτικά στύβοντας λίγες σταγόνες λεμόνι στην τσατσάρα για να στέκονται τα μαλλιά, έριξε στη τσέπη το χαρτζιλίκι δύο εβδομάδων που μάζευε γι’ αυτό το σκοπό και στήθηκε στη στάση του τραμ περιμένοντας το Σταμάτη.
Κατεβήκανε στο τέρμα, στην πλατεία του ηλεκτρικού κι’ από κει περπάτησαν, παραλιακά, μέχρι την Τερψιθέα.
Όπως συνήθως, αρχίσανε το σουλάτσο από τη Φίλωνος. Περπατούσανε ρίχνοντας ερευνητικές ματιές στις κοπέλες που κάνανε μόστρα στα πορτοπαράθυρα. Τις πιο πολλές τις βρίσκανε όμορφες αλλά κάπως, ας πούμε, άγριες. Έψαχναν για κάποια πιο γλυκιά, πιο ήρεμη, πιο καλοσυνάτη.
Ένα κλάξον, που ακούστηκε πίσω, τούς έκανε να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Ήτανε μια μαύρη κούρσα, σεβρολέτα. Μπροστά δυο κουστουμάτοι και πίσω δυο καλοντυμένες κυρίες με μαύρα γυαλιά, που κοιτάζανε με περιέργεια, αριστερά δεξιά, χασκογελώντας πονηρά. Μόλις τις πήρανε χαμπάρι οι γυναίκες στα σπίτια τις πλάκωσαν στο βρισίδι. Κράξιμο άγριο, που μέχρι βαρκάρηδες θα έκανε να κοκκινίσουν. Το αυτοκίνητο έσπευσε να στρίψει στον πρώτο δρόμο και να εξαφανιστεί.
(Αύριο, η συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου