Κατ’ αρχήν, η λέξη μπακάλης (bakkal) είναι τουρκικής προέλευσης. Στην τουρκική επικράτεια, μπακάληδες ήσαν κυρίως Έλληνες. Μεταφερόμενη στη γλώσσα μας εύστοχα αποδόθηκε «παντοπώλης» γιατί, πράγματι, πουλούσε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα.
Ας επισκεφτούμε μαζί ένα μπακάλικο της εποχή του 1950 σε μια λαϊκή συνοικία. Στην πρόσοψη η ξύλινη επιγραφή ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ, από κάτω ένας προσδιορισμός, π.χ. Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ και τέλος, φαρδύ-πλατύ το ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη. Πρόσθετες πινακίδες έγραφαν ΕΛΑΙΑ-ΛΙΠΗ και ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ, δηλαδή τρόφιμα (εδώδιμα) και είδη φερμένα από τις πάλαι ποτέ αποικίες: μπαχάρια, πιπέρια, τσάγια, κλπ.
Η πόρτα εισόδου ήταν είτε ξύλινη είτε με ρολά (κυματοειδής λαμαρίνα) που κάθε βράδυ ο μαγαζάτορας τα κατέβαζε με μια σιδερένια, γαντζωτή βέργα και τα ασφάλιζε με λουκέτο. Μία ωστόσο περνούσε ένας φτωχοδιάβολος με πινέλο και ένα τενεκάκι λάδι και, για λίγα κέρματα, λάδωνε τις κάθετες ράγες για να ανεβοκατεβαίνουν πιο εύκολα τα ρολά.
Μπαίνοντας, τρύπωνε στα ρουθούνια σου η χαρακτηριστική μυρωδιά του μπακάλικου. Ένα συνονθύλευμα από τις οσμές που ανέδυαν όλα μαζί τα πράγματα που πουλούσε.
Σε αντίθεση με το σήμερα, τα εμπορεύματα πωλούνταν χύμα. Έτσι ο πελάτης γλύτωνε το κόστος της συσκευασίας που θα έμπαινε στην τιμή και η οικολογία (άγνωστη τότε λέξη) την επιβάρυνση του περιβάλλοντας. Ο μπακάλης έβαζε στη χαρτοσακούλα την ποσότητα που ζητούσε ο πελάτης και την ζύγιζε. Μια και οι πλαστικές σακούλες των σημερινών σούπερ μάρκετ ήσαν άγνωστες, ο πελάτης έφερνε μαζί του το δίκτυ ή την πάνινη τσάντα για τα ψώνια, όπως και το μπουκάλι για λάδι, κρασί ή πετρέλαιο.
Στη σειρά παραταγμένα τα ειδικά βαρέλια, με βρύση στη βάση, που περιείχαν ελαιόλαδο, σπορέλαιο και φωτιστικό πετρέλαιο. Το φωτιστικό πετρέλαιο, άγνωστο σήμερα, ήταν τότε είδος πρώτης ανάγκης. Απαραίτητο για τις γκαζιέρες (τριπλή λειτουργία: μαγείρεμα, ζέσταμα νερού για μπάνιο στη σκάφη, θέρμανση), για τις φωτιστικές λάμπες (η ΔΕΗ δεν είχε φτάσει ακόμη παντού, και οι διακοπές ρεύματος ήσαν συχνές) και για…εντριβές στους πουντιασμένους.
Μου άρεσε να βλέπω την αδιατάρακτη ροή του λαδιού, καθώς σχημάτιζε, θαρρείς, μια χρυσαφιά, συμπαγή βέργα, που έσπαγε με το κλείσιμο της στρόφιγγας. Πιο κει, οι νταμιτζάνες με το πράσινο οινόπνευμα και το ούζο, όλα χύμα...
Μου άρεσε να βλέπω την αδιατάρακτη ροή του λαδιού, καθώς σχημάτιζε, θαρρείς, μια χρυσαφιά, συμπαγή βέργα, που έσπαγε με το κλείσιμο της στρόφιγγας. Πιο κει, οι νταμιτζάνες με το πράσινο οινόπνευμα και το ούζο, όλα χύμα...
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου