Τα περισσότερα χρόνια μου τα πέρασα μέσα στον φόβο. Γεννήθηκα όταν ο πόλεμος και η Γερμανική κατοχή είχαν τελειώσει πριν λίγα χρόνια και ο εμφύλιος πόλεμος έληγε εκείνη την χρονιά.
Η γενιά μου δεν βίωσε αυτούς τους δύο πολέμους, από τους οποίους δεν ξέρω ποιος ήταν ο πιο καταστροφικός. Μεγάλωσε όμως στον απόηχό τους που κυριαρχούσε για πολλά ακόμη χρόνια. Ίσως μέχρι τώρα. (Ένας συμμαθητής, στο δημοτικό, μου έδειξε μαυρόασπρες φωτογραφίες νεκρών που μεταφέρονταν με καρότσια στο νεκροταφείο. Τις είχε τραβήξει ο πατέρας του, γιατρός, στην κατοχή. Η δασκάλα μάς ζήτησε να δηλώσουμε ποια παιδιά θέλανε, αν γινόταν πόλεμος, να μας πάνε σε ένα μέρος όπου «ούτε τα κανόνια δεν θα ακούγονταν». Κάποιος φωστήρας στο Υπουργείο Παιδείας είχε αυτή την φαεινή ιδέα, αλλά έκτοτε δεν ξαναμίλησε ποτέ κανείς γι’ αυτό).
Το κλίμα φόβου επικρατούσε παντού. Κατ’ αρχήν, ο φόβος της εξουσίας, κυρίως μέσω του χωροφύλακα. (Στο λεωφορείο, ο φίλος μου ψιθύρισε: «Αυτός εκεί είναι μπάτσος». Στην στάση που κατεβήκαμε, μας ακολούθησε ο τύπος και άστραψε, δημοσίως δυο σφαλιάρες στα παιδικά μάγουλα του φίλου μου λέγοντας «να, για να μάθεις να λες “μπάτσος”». Σαββατόβραδο, ενώ ετοιμαζόμασταν για ύπνο, η εξώπορτα σείστηκε από δυνατά χτυπήματα. Ανοίξαμε έντρομοι κι ένας αστυφύλακας μάς είπε αυστηρά ότι, επειδή το σπίτι μας ήταν γωνιακό, έπρεπε να έχουμε όλη την νύχτα αναμμένο το εξωτερικό φως της εξώπορτας! Ευρηματικός τρόπος δημοτικού φωτισμού).
Στις δημόσιες υπηρεσίες, ο πολίτης βρισκόταν στο έλεος του υπάλληλου. Στην αίτηση που συμπλήρωνε όφειλε να δηλώσει δουλικά την υπέρτατη υποτέλειά του, υπογράφοντας «Ευπειθέστατος ο Αιτών», (το ευπειθείς δεν αρκούσε, έπεφτε λίγο…). Αυτό που για τον ξένο ήταν «εθνικότητα» (nationality), και «πολίτης» (citizen) για τον Έλληνα ήταν «υπηκοότητα», και «υπήκοος» προκειμένου να δηλώσει, και πάλι ταπεινά, υπακοή στο κράτος.
Η σωματική τιμωρία στο σχολείο, με τον χάρακα του δασκάλου και τα χαστούκια των καθηγητών, ήταν σε ημερησία διάταξη. (Σε συνεστίαση παλιών συμμαθητών, πλησίασα την φιλόλογο της πρώτης γυμνασίου. «Στην δωδεκαετία των μαθητικών μου χρόνων έφαγα μόνο ένα χαστούκι. Φαντάζεστε ποιος μου το έχει δώσει;» την ρώτησα. Κατάλαβε. Σάστισε. Ψέλλισε κάποιες δικαιολογίες για τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Η μικρή μου εκδίκηση ύστερα από σαράντα χρόνια).
Ο εξευτελισμός στη εφηβεία συμπληρωνόταν με το υποχρεωτικό, στρατιωτικό κούρεμα, χωρίς ίχνος χωρίστρας. Ο τακτικός έλεγχος του γυμνασιάρχη-μπαμπούλα σε έστελνε στον κουρέα. Στις αίθουσες διδασκαλίας, ο καθημερινός φόβος να «σηκωθείς για μάθημα», τα ξαφνικά, πρόχειρα διαγωνίσματα, οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου (μέσα στις αποκριές) και του δεύτερου, (τον Ιούνιο), σε όλα τα μαθήματα, σε ολόκληρη την διδαχθείσα ύλη. Αγωνία για τα αποτελέσματα.
Το ανώμαλο πολιτικό κλίμα στη δεκαετία του εξήντα συντηρούσε ένα γενικότερο φόβο. Κυπριακό, ανένδοτος, αποστασία, δολοφονία Λαμπράκη, απειλή Κρούτσεφ περί βομβαρδισμού της Ακρόπολης, διαφυγή Καραμανλή. Η χούντα ήλθε, σαν επιστέγασμα, στην τελευταία τάξη του λυκείου. Στη διεθνή κονίστρα, ο μόνιμος και πανταχού παρών φόβος για πυρηνικό όλεθρο, μια και ζούσαμε στην «ισορροπία του τρόμου» ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, η αγωνία κορυφώθηκε με την κρίση των πυραύλων της Κούβας, το 1962.
Στο γυμνάσιο και λύκειο στην πιο τρυφερή ηλικία, αγόρια και κορίτσια χώρια. (Τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, όντας μεικτά, επιτέλεσαν μεγάλο κοινωνικό έργο). Επικοινωνία ανάμεσα στα δύο φύλλα υπό το κράτος του φόβου: φόβος να μην τους δει κανένα μάτι, φόβος για τα αφροδίσια, φόβος για την διατήρηση της παρθενίας, φόβος να μην το μάθει ο αδελφός. (Φίλος μού εξομολογήθηκε πρόσφατα ότι είχε σπάσει στο ξύλο την αδελφή του, μόνο και μόνο επειδή έμαθε ότι συνομιλούσε με νεαρό στον δρόμο. «Τέτοιος βλάκας ήμουν τότε», συμπλήρωσε).
Φοιτητικά χρόνια μέσα στο φόβο της χούντας. Το πανεπιστήμιο αποστειρωμένο σαν θάλαμος χειρουργείου. Με καρδιοχτύπι ακούγαμε κρυφά Θεοδωράκη. («Νομίζω πως με παρακολουθούν. Λες να με άκουσε κανείς το βράδυ που ακούω Ντόιτσε Βέλλε;» με είχε ρωτήσει ο φίλος μου, Νίκος Ο.»). Δολοφονία των Κένεντι και του Λούθερ Κινγκ.
Δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας, μεσούσης τους χούντας. Εκεί γνώρισα τον ένα από τους δύο φονιάδες, που συνάντησα στη ζωή μου. Ήταν ο αξιωματικός που σκότωσε τον Ελή. (Μέχρι σήμερα, ο μόνιμος εφιάλτης που επανέρχεται κάθε τόσο στα όνειρά μου είναι ότι υπηρετώ, για πολλοστή φορά, την θητεία μου).
Πολυτεχνείο, χούντα Ιωαννίδη, Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, επιστράτευση, πρόθυρα πολέμου με Τουρκία. Η επάνοδος Καραμανλή άργησε να εξοβελίσει τον φόβο για νέα χούντα, αφού παρέμεναν τα «σταγονίδια».
Στα χρόνια που ακολούθησαν σταθεροποιήθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, ελέω ΕΟΚ, και κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Έτσι εξέλιπαν δύο φόβοι: η τοπική πολιτική αβεβαιότητα και ο πυρηνικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Τους αντικατέστησαν επαξίως νέοι φόβοι. Επιδημίες (Aids, νόσος των πτηνών, των χοίρων, τρελές αγελάδες, γρίπη Η1Μ1), μόλυνση περιβάλλοντος (αλλαγή κλίματος, τρύπα όζοντος, απειλούμενη έλλειψη νερού), μεταλλαγμένα, επιδρομή Ιράκ στο Κουβέιτ, Ίμια, σεισμοί (Μενίδι), πυρκαγιές (Πάρνηθα, Ηλεία, πλείστες τοπικές), φόβος τσουνάμι στο Αιγαίο, τρομοκρατικές ενέργειες. Η θρησκεία απαλύνει τον φόβο του θανάτου αλλά προσθέτει άλλους. (Τον θρησκευόμενο τον λέμε «θεοφοβούμενο»).
Ευτυχώς, δεν κατατρύχομαι από πρόσθετους προσωπικούς φόβους, (υψοφοβία, αγοραφοβία, αραχνοφοβία, κλειστοφοβία, αεροπλανοφοβία, κλπ).
Το αίσθημα ελευθερίας μετά την μεταπολίτευση το πληρώσαμε με την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε κράτος ρεμούλας, ασυδοσίας και εικονικής ευημερίας με δανεικά. Τώρα που το μπαλόνι έσκασε, τα ξεπληρώνουμε αναδρομικά, συσωρευτικά, σε σύντομο χρόνο και με βαριά επιτόκια. Έτσι γεννήθηκε ο τελευταίος (και χειρότερος) φόβος, που θα κρατήσει για χρόνια: ο φόβος για πτώχευση, την τύχη των αποταμιεύσεων, των συντάξεων, της εργασίας, του μέλλοντος των παιδιών μας και της Ελλάδας.
Άγνωστος γράφει με σπρέι στους τοίχους της Αθήνας: «ΥΠΟΦΕΡΩ…». Εγώ θα έγραφα «ΦΟΒΑΜΑΙ…».
Το ανθρώπινο είδος, από το λυκαυγές του, πορεύεται μέσα στον φόβο (φυσικών φαινομένων, που θεοποιούσε και εξευμένιζε με ανθρωποθυσίες, σαρκοφάγων ζώων, θεομηνιών, λιμών, λοιμών, πολέμων, δικτατοριών, κλπ). Είναι καταπληκτικό ότι μεγαλουργεί παρά τον φόβο αυτό.
Χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα του Καζαντζάκειου «Δεν ελπίζω τίποτα δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Τώρα ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου