Εκεί πίσω στη δεκαετία του ’50, ο κόσμος αγωνιζόταν να επιζήσει ύστερα από τον καταστροφικό πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε.
Τις γειτονιές κατέκλυζαν διάφοροι γυρολόγοι που πουλούσαν τα πάντα: μανάβηδες με το κάρο, ψαράδες με το πανέρι στο κεφάλι, τυροπιτάδες, παγωτατζήδες, παγοπώλες, κουλουράδες, εφημεριδοπώλες, λαχειοπώλες, υαλοπώλες με το κάρο ζεμένο στο γαϊδουράκι «ό,τι πάρεις τρεις (δραχμές), ό,τι διαλέξεις τρεις, όλα τρεις», φιστικάδες με το πανεράκι περασμένο στο χέρι που έπαιζαν και μονά-ζυγά, παλιατζήδες που διαλαλούσαν «μια μπουκάλα 12 μανταλάκια», γιαουρτάδες, γαλατάδες, γλυκά του κουταλιού («γλυκά χιώτικα»).
Πλανόδιοι τεχνίτες κουβαλούσαν στην πλάτη τα σύνεργά τους: Ακονιστές ψαλιδιών–μαχαιριών με τον φορητό τροχό στον ώμο, γανωματήδες με την ειδική γκαζιέρα που έλιωναν το καλάϊ, εμβάπτιζαν τα κουταλοπίρουνα και τα έβγαζαν «ασημένια», παπλωματάδες με το τεράστιο τόξο και την χορδή που αφράτευε το μαλλί των παπλωμάτων, καρεκλάδες με το δίμετρο δεμάτι ψάθας στον ώμο, παπουτσήδες με γεμάτη την τσάντα με τα σύνεργά τους, λούστροι με το κασελάκι, κλπ.
Δεν έλειπαν οι «καλλιτέχνες» του δρόμου: ο γύφτος με την μαϊμού ή την αρκούδα δεμένη από αλυσίδα περασμένη με χαλκά στην μύτη, οι λατερνατζήδες, άλλοι που έκαναν παραστάσεις σε πλατείες με γυμνασμένα σκυλιά, οι «πεχλιβάνηδες» όπως ο Τζίμης ο Τίγρης, ο Σαμψών και ο Αρμάος, που έσκιζαν τράπουλες, έσπαγαν αλυσίδες και λύνονταν από σχοινιά.
Υπήρχαν, τέλος, και οι ζητιάνοι που γύρναγαν από πόρτα σε πόρτα ζητώντας τον οβολό.
Έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, μπόρεσαν και επιβίωσαν από την μιζέρια, ανάστησαν παιδιά που σήμερα είναι οικογενειάρχες με εξοχικό και 4Χ4…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου