Φίλε επισκέπτη,

Καλωσόρισες στο ιστολόγιό μου .

Είμαι ο Άρης Γαβριηλίδης γεννημένος το 1948 στον Πειραιά. Σπούδασα οικονομικά στην Νομική Αθηνών και σταδιοδρόμησα ως διευθυντικό στέλεχος σε ναυτιλιακές τράπεζες και επιχειρήσεις. Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με τις δύο παλιές μου αγάπες: τη συγγραφή βιβλίων και την μικρογλυπτική (readymade, assemblance art)

Εδώ καταγράφω όσες από τις σκέψεις μου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευτούν. Εκθέτω επίσης φωτογραφίες από τα τεχνουργήματά μου, παρμένες από την "γκαλερί" της προσωπικής μου ιστοσελίδας: http://www.arisgavriilidis.gr/

Διευκρίνιση: ο τίτλος του blog, Aris-tourgimata, δεν οφείλεται σε οίηση αλλά σε λογοπαίγνιο: συνδυάζει το όνομά μου (Άρης) με τα δημι-ουργήματά μου (σκέψεις και τεχνουργήματα).

Φίλε επισκέπτη, ελπίζω να βρεις το ιστολόγιό μου ενδιαφέρον. Το σχόλιά σου ευπρόσδεκτα.

Σε περιμένω και:

Στην ιστοσελίδα μου: http://arisgavriilidis.gr/
στο Facebook: Aris Gavriilidis
στο Twitter: @agavriel1

EMAIL

375. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (3/5)

       Έβγαζες τη "χρυσή", δηλαδή πάθαινες ίκτερο; Κανένα πρόβλημα. Κατ' αρχήν, για την διάγνωση δεν χρειαζόταν ούτε γιατρός ούτε μικροβιολογικές και άλλες δαπανηρές εξετάσεις. Η διάγνωση γινόταν με το έμπειρο μάτι της γειτόνισσας της κυρά.... (εδώ συμπληρώνεις το κατάλληλο όνομα, ανάλογα με την γειτονιά που έμενες). Μετά τη διάγνωση, που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση, ερχόταν η θεραπεία. Ούτε φάρμακα ούτε τίποτε. Με ένα ξυραφάκι ξυρίσματος, κατά προτίμηση αχρησιμοποίητο, σου χάραζαν, το εσωτερικό μέρος του χείλους σου, και γινόσουν περδίκι. Μάλιστα, ήμουν μάρτυς στην περίπτωση του αλόγου ενός γείτονα καραγωγέα (τουτέστιν μεταφορέα με κάρο) που, άγνωστον πώς, οι "ειδήμονες" διέγνωσαν χρυσή και του χάραξαν το εσωτερικό του κάτω χείλους του (του αλόγου, όχι του καραγωγέα) με σπασμένο κεραμίδι.

Έχω ακόμη την βάσιμη υποψία ότι όλοι οι γιατροί της εποχής, θεός σχωρέστους, που ήσαν "πλερωματικοί", δηλαδή ιδιωτικοί, μαζί με τους γιατρούς του ΙΚΑ, είχαν μυστικά συνωμοτήσει για να σε βασανίζουν. Σου έγραφαν ενέσεις, πενικιλίνη (εξ αιτίας της μίσησα στην Κυλλήνη), στρεπτομυκίνες, ή χρυσομυκίνες (εξ αιτίας τους δεν επισκέφθηκα ποτέ τις Μυκήνες).
Και, στη συνέχεια, έκανε την εμφάνιση της μια άλλη γειτόνισσα, η "ενεσού", πάντοτε γλυκομίλητη, έχοντας υπομάλης το τσαντάκι με τα σατανικά σύνεργα της, κάτι τεράστιες σύριγγες με ανατριχιαστικές βελόνες. Τις έβραζε, για απολύμανση, στην κατσαρόλα, πάνω στην γκαζιέρα που είχε ετοιμάσει η μητέρα σου (κι αυτή στο κόλπο), μια και οι σύριγγες μιας χρήσεως δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη. Εσύ κρυφοκοίταζες, με δέος, κάτω από τα σκεπάσματα, την φοβερή διαδικασία και ευχόσουν να πάθει συγκοπή και να πεθάνει εκείνη τη στιγμή η ενεσού για να την γλυτώσεις. Κι όταν έβγαζε τον αέρα από τη σύριγγα κρατώντας την με τη βελόνα προς το ταβάνι και δημιουργώντας ένα μικρό σιντριβάνι, σου έλεγε μελιστάλαχτα "έτοιμοι είμαστε" που σου θύμιζε το "επί σκοπόν" του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κι εσύ, αντί να είσαι στημένος περήφανα στον τοίχο τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο και πεθαίνοντας για την πατρίδα, σαν πρωταγωνιστής του Μικρού Ήρωα, βρισκόσουν μπρούμυτα σ' ένα φτωχικό κρεβάτι, με τον πισινό μισόγυμνο, περιμένοντας το μοιραίο! Ευτυχώς που βγήκαν στη συνέχεια τα αντιβιοτικά και οι κάψουλες και γλύτωσαν τα παιδιά μας τουλάχιστον, αυτή την οδυνηρή και ταπεινωτική δοκιμασία...
(Συνεχίζεται)

374. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (2/5)

      Ο ορθοπεδικός γιατρός ήταν μια λέξη σχεδόν άγνωστη. Τον ρόλο του τον κάλυπταν οι διάφοροι "πρακτικοί". Ο πιο ονομαστός από αυτούς, ο Βλάχος. Η φήμη του είχε πάρει διαστάσεις θρύλου. Μάλιστα, κάποιος φίλος μου έλεγε, στα σοβαρά, ότι σε κάποιο δικαστήριο που τον πήγαν, επειδή ασκούσε ιατρικές πράξεις χωρίς να είναι γιατρός, εκείνος, υπό τα όμματα των δικαστών, θεράπευσε τα σπασμένα πόδια ενός ζωντανού αρνιού που σηκώθηκε και περπάτησε! Πάλι καλά που δεν μου είπε ότι ανάστησε και κάποιο νεκρό...

Για το κρυολόγημα, εντριβή με πράσινο οινόπνευμα και στην συνέχεια κομπρέσα με οινόπνευμα στο στήθος. Κι άντε εσύ να κοιμηθείς με τη μυρωδιά του σπίρτου στα ρουθούνια σου. ΄Ασε που, αν άναβε σπίθα σε ακτίνα δέκα μέτρων, σε έκανε μπουρλότο...
Αν είχες "πουντιάσει" και πονούσε η πλάτη σου ή είχες βήχα, κατέφθανε ο βενζινάς της γειτονιάς με ένα μπιτόνι πετρέλαιο για εντριβή στην πλάτη και μια εφημερίδα κάτω από την φανέλα για να γίνεις "φούρνος". Δεν ξέρω αν έτσι έφευγε το κρύωμα, το βέβαιο είναι ότι μύριζες για μέρες σαν χαλασμένη γκαζιέρα.
Αν δεν έπιανε η θεραπεία με τα καύσιμα (οινόπνευμα ή πετρέλαιο) είχαν σειρά οι βεντούζες. Αυτές ήσαν ποτηράκια με παχύ γυαλί που ζέσταιναν το εσωτερικό τους με ένα αναμμένο μπαμπάκι δεμένο σε πιρούνι και ποτισμένο με οινόπνευμα που με έναν απαίσιο ήχο τα ένιωθες πέφτουν σαν μαχαιριές στην πλάτη σου. Αν ήσουν τυχερός τη γλύτωνες μέχρι εκεί. Γιατί διαφορετικά υπήρχαν και οι κοφτές βεντούζες. Ίδια διαδικασία με τις απλές, μόνο που μ' ένα ξυραφάκι σου έκαναν έντεχνα διάφορες μικρές τομές στο δέρμα της πλάτης πριν ρίξουν από πάνω την βεντούζα για να "τραβήξει το χαλασμένο αίμα". Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από αυτό το χειρουργείο έχουν ακόμη στην πλάτη τους, για ενθύμιο, τις ουλές από τις ξυραφιές εκείνες. Κάτι, σαν μεταμοντέρνο τατουάζ...
(Συνεχίζεται)

373. Γιατροπορέματα της εποχής του 1950 (1/5)

         Σε πολλούς από εμάς, τα μέσα του αιώνα που πέρασε συμπέσανε με την παιδική ηλικία που τα γεγονότα της εποχής εκείνης χάραχτηκαν βαθειά μέσα μας.

Λίγο η καχεξία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, λίγο η χαμηλή τεχνολογία της εποχής (φανάρια για την συντήρηση τροφίμων αντί ψυγεία, λόγου χάριν), λίγο η άγνοια (οι μεγάλοι κάπνιζαν αμέριμνοι σε ντουμανιασμένα δωμάτια με παιδιά), λίγο τα συχνά ατυχήματα στα παιχνίδια (όλη μέρα στους χωμάτινους δρόμους και στις αλάνες), λίγο οι ανύπαρκτες ή περιορισμένες συνθήκες υγιεινής (απόπατος αντί τουαλέτα, τσίγκινο βρυσάκι αντί τρεχούμενο νερό), κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποια ασθένεια ή πόνος ή πληγή από χτύπημα μας ταλαιπωρούσε.
Και να σκεφθεί κανείς ότι ούτε η σημερινή ιατρική υποδομή υπήρχε τότε, ούτε το σημερινό οπλοστάσιο των θαυματουργών αντιβιοτικών και των άλλων φαρμάκων. Αλλά και τα φάρμακα τότε ήσαν πανάκριβα. Γι' αυτό και η έκφραση της εποχής για κάποιο ακριβό μαγαζί ήταν: "φαρμακείο είναι".
Ας θυμηθούμε όμως, πως γιατροπορευόταν ο κόσμος εκείνη την εποχή και τι πιθανά και, κυρίως, απίθανα γιατροσόφια χρησιμοποιούσε. Άλλα αποτελεσματικά, άλλα άχρηστα και άλλα επικίνδυνα για την υγεία.
Κατ' αρχήν για να σταματήσει το αίμα σε μια πληγή, οι "θεράποντες" παριστάμενοι έσπευδαν με πανικό να ανακαλύψουν ένα τσιγάρο, έστω και γόπα. Όχι για να το δώσουν στον πάσχοντα να το… καπνίσει. Κάτι χειρότερο! Έκοβαν το τσιγάρο (κυριολεκτικά όχι μεταφορικά…) και άδειαζαν τον καπνό πάνω στη χαίνουσα πληγή που την έδεναν σφιχτά μ' έναν επίδεσμο, συχνά παλιό πουκάμισο κομμένο σε λουρίδες.
Για εκείνο τον καταραμένο πόνο του αφτιού, (τι πληγές κάθομαι και σκαλίζω τώρα!) υπήρχε το φάρμακο ΟΤΙΛ, το λαδάκι από το καντήλι, προφανώς για να είναι ζεστό, που ενσταλάζετο στον ακουστικό πόρο, ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αρκεί να χωρούσε το αφτί, συμπεριλαμβανομένης και μιας σκελίδας ψημένου σκόρδου (!)
Μια και μιλήσαμε όμως για σκόρδο, σε περίπτωση μελανιάσματος από χτύπημα ή στραμπούληγμα, κατέφθανε το κατάπλασμα με κοπανισμένο κρεμμύδι που βρωμούσε χιλιόμετρα μακριά.
 (Συνεχίζεται)

372. ΓΛΑΥΞ (ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ)


Εικονίζεται το έργο μου "ΓΛΑΥΞ" από την συλλογή "Όστρακα"

Μερικές φορές μένω και ο ίδιος έκπληκτος με το αποτέλεσμα της σύνθεσης ελάχιστων, σε αριθμό, οστράκων.

Εδώ, άρχισα με την ομοιότητα με μάτια, που έχουν το πίσω μέρος των θαλάσσιων σαλιγκαριών. Η κοχλιοειδής καφετιά γραμμή που αρχίζει από την "ίριδα", μου θύμισε κουκουβάγια. Δεν είχα παρά να βρω ένα "σώμα" που να θυμίζει πουλί. Το τέταρτο όστρακο, στην βάση, θα μπορούσε να λείπει αλλά προσδίδει αρμονία στο σύνολο.

Η επιγραφή "Άρτι κομισθείσα εις Αθήνας" είναι ένα λογοπαίγνιο που παραπέμπει στην γνωστή, και σήμερα, αρχαία φράση "κομίζει γλαύκα εις Αθήνας", (δηλαδή, "δεν μας λέει τίποτε νέο"), αφού η αρχαία πόλη φιλοξενούσε πολλές κουκουβάγιες.

Sometimes I am astonished from the unexpected result of the combination of a minimal number of shells.
I started this one with the resemblance in the eyes that the back side the snail shells have. The spiral, brownish line, starting from the “rainbow” creates the illusion of night owl eyes. I then had to find a “body” suitable for a bird, which I did. The forth shell, structure-wise could be eliminated but it gives harmony to the whole picture.

371. Οι βόλοι και τα γυαλένια

          Έπεσε στα χέρια μου ένα γραμματόσημο που απεικονίζει γυάλινους βόλους. Έστειλε την μνήμη μου στα παιδικά μου χρόνια, τότε που ο πλούτος μετρούσε όχι με λεφτά αλλά με το πόσοι βόλοι φούσκωναν την τσέπη του κοντού παντελονιού σου.
Για να ακριβολογήσουμε, οι βόλοι ήσαν φτιαγμένοι από ψημένο χώμα και βαμμένοι με γήινα απαλά χρώματα: καφετί, μπεζ, πρασινωπό. Είχαν όμως δύο μειονεκτήματα: έσπαζαν εύκολα αν τους πατούσες κατά λάθος, και ξέβαφε η μπογιά τους στα ιδρωμένα χέρια σου. Παρέμειναν πάντα οι φτωχοί συγγενείς των πλούσιων ξαδέλφων τους, που ήσαν τα γυαλένια.
Τα γυαλένια ήσαν καμωμένα από διαφανές  γυαλί με ένα ελικοειδές, μικροσκοπικό φυλλαράκι,  στη μέση. Το φυλλαράκι αυτό ήταν όλη η ομορφιά τους, αφού καθένα είχε το δικό του υπέροχο χρώμα και άλλαζε σχήμα και απόχρωση καθώς κυλούσαν. Τα λέγαμε και καλένια (παραφθορά του γυαλένια) ή γκαζές. Πολύ ακριβότερα στην τιμή από τους χωμάτινους βόλους, που τους έβλεπαν αφ’ υψηλού μέσα από την αστραφτερή θωριά τους. Κυκλοφορούσαν ακόμη και μεταλλικές μπίλιες από παλιά ρουλεμάν.
Παίζονταν όπως τα καρύδια: Ο κάθε παίχτης έβαζε από ένα ίσο αριθμό γυαλενιών στην ίδια σειρά και από μακριά προσπαθούσε να τα «τζανίσει» με ένα μεγαλύτερο γυαλένι, δηλαδή να τα χτυπήσει και να σπρώξει εκτός σειράς. Από τα πολλά «τζανίσματα» τα καλένια υπέφεραν και έμοιαζαν πυροβολημένα με μικρά σκάγια.
Ένα άλλο παιχνίδι με γυαλένια ήταν ο «καπετάνιος», που μου άρεσε ιδιαίτερα. Σκάβαμε πέντε λακκούβες στο χώμα σε διάταξη που έχει ο αριθμός αυτός στο ζάρι, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου μεταξύ τους. Με το γυαλένι του ο παίχτης γονατιστός προσπαθούσε…τι προσπαθούσε άραγε; Η μνήμη μου δεν με βοηθά περισσότερο.
Σε κάποια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς και σήμερα γυαλένια. Καμία σχέση με την ποικιλία και την ομορφιά των χρωμάτων των παλιών αφού τα σημερινά, κινέζικα, είναι ομοιόμορφα με πρασινωπό χρώμα.
Για χωμάτινους βόλους φυσικά, ούτε συζήτηση. Αυτοί απευθύνονταν σε πολύ φτωχά παιδιά όπως εκείνα της δεκαετίας του ΄50.  Ας μείνουν για πάντα θαμμένοι στο κουτί των αναμνήσεων…

370. Διαφορετικές αναγνώσεις ίδιου βιβλίου

      Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο ενός βιβλίου, ιδίως του λογοτεχνικού συναρτάται κυρίως με τις προσωπικές εμπειρίες μας. Γι’ αυτό, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές εντυπώσεις για το ίδιο βιβλίο. Για τον ίδιο λόγο, "εισπράττουμε" διαφορετικά το ίδιο μυθιστόρημα,  όταν το διαβάσουμε σε διαφορετικές ηλικίες της ζωής μας.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες μορφές τέχνης: ποίηση, θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική, γλυπτική κλπ. 
Σε τελευταία ανάλυση, το πώς αντιλαμβανόμαστε το καθένα από όλα τα πράγματα στη ζωή είναι συνάρτηση, κυρίως, των προσωπικών εμπειριών, της φαντασίας, των επιθυμιών και των αναγκών μας.

369. Μια ζωή στο φόβο

        Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα μέσα στον φόβο. Γεννήθηκα στο τέλος της δεκαετίας του ΄50. Ο πόλεμος και η Γερμανική κατοχή είχε τελειώσει πριν λίγα χρόνια και ο εμφύλιος μόλις έληξε. Μολονότι η γενιά μου δεν βίωσε αυτούς τους δύο πολέμους (δεν ξέρω ποιος ήταν ο πιο καταστροφικός), μεγάλωσε μέσα στον απόηχό τους που κυριαρχούσε για πολλά ακόμη χρόνια, ίσως μέχρι τώρα. (Ένας συμμαθητής, στο δημοτικό, μου έδειξε μαυρόασπρες φωτογραφίες νεκρών που μεταφέρονταν με καρότσια στο νεκροταφείο. Τις είχε τραβήξει ο πατέρας του, γιατρός, στην κατοχή. Η δασκάλα μάς ζήτησε να δηλώσουμε ποια παιδιά θέλανε, αν  γινόταν πόλεμος, να μας πάνε σε ένα μέρος όπου «ούτε τα κανόνια δεν θα ακούγονταν». Κάποιος φωστήρας στο Υπουργείο Παιδείας είχε αυτή την φαεινή ιδέα, αλλά έκτοτε δεν ξαναμίλησε ποτέ κανείς γι’ αυτό).
Το κλίμα φόβου τότε επικρατούσε παντού. Κατ’ αρχήν, ο φόβος της εξουσίας, κυρίως μέσω του χωροφύλακα. (Στο λεωφορείο, ο φίλος μου  ψιθύρισε: «Αυτός εκεί είναι μπάτσος».  Στην στάση που κατεβήκαμε,  μας ακολούθησε ο τύπος και άστραψε, δημοσίως δυο σφαλιάρες στα παιδικά μάγουλα του φίλου μου λέγοντας «να, για να μάθεις να λες “μπάτσος”». Σαββατόβραδο, ενώ ετοιμαζόμασταν για ύπνο, η εξώπορτα σείστηκε από δυνατά χτυπήματα. Ανοίξαμε έντρομοι κι ένας αστυφύλακας μάς είπε αυστηρά ότι, επειδή το σπίτι μας ήταν γωνιακό, έπρεπε να έχουμε όλη την νύχτα αναμμένο το εξωτερικό φως της εξώπορτας! Ευρηματικός τρόπος δημοτικού φωτισμού). Στις δημόσιες υπηρεσίες, ο πολίτης βρισκόταν στο έλεος του υπάλληλου. Στην αίτηση που  συμπλήρωνε όφειλε να δηλώσει δουλικά την υπέρτατη υποτέλειά του, υπογράφοντας «Ευπειθέστατος ο Αιτών», (το ευπειθής δεν αρκούσε, έπεφτε λίγο…). Αυτό που για τον ξένο ήταν «εθνικότητα» (nationality), και «πολίτης» (citizen) για τον Έλληνα ήταν «υπηκοότητα», και «υπήκοος» προκειμένου να δηλώσει, και πάλι ταπεινά, υπακοή στο κράτος.    
Η σωματική τιμωρία στο σχολείο, με τον χάρακα του δασκάλου και τα χαστούκια των καθηγητών, ήταν σε ημερησία διάταξη. (Σε συνεστίαση παλιών συμμαθητών, πλησίασα την φιλόλογο της πρώτης γυμνασίου. «Στην δωδεκαετία των μαθητικών μου χρόνων έφαγα μόνο ένα χαστούκι. Φαντάζεστε ποιος μου το έχει δώσει;» την ρώτησα. Κατάλαβε. Σάστισε. Ψέλλισε κάποιες δικαιολογίες για τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Η μικρή μου εκδίκηση ύστερα από σαράντα χρόνια). Ο εξευτελισμός στη εφηβεία συμπληρωνόταν με το υποχρεωτικό, στρατιωτικό κούρεμα, χωρίς ίχνος χωρίστρας. Ο τακτικός έλεγχος του γυμνασιάρχη-μπαμπούλα σε έστελνε στον κουρέα. Στις αίθουσες διδασκαλίας, ο καθημερινός φόβος να «σηκωθείς για μάθημα», τα ξαφνικά, πρόχειρα διαγωνίσματα, οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου (μέσα στις αποκριές) και του δευτέρου εξαμήνου, (τον Ιούνιο), σε όλα τα μαθήματα, σε ολόκληρη την διδαχθείσα ύλη. Αγωνία για τα αποτελέσματα.   
Το ανώμαλο πολιτικό κλίμα στη δεκαετία του εξήντα συντηρούσε ένα γενικότερο φόβο. Κυπριακό, ανένδοτος, αποστασία, δολοφονία Λαμπράκη, απειλή Κρούτσεφ περί βομβαρδισμού της Ακρόπολης, διαφυγή Καραμανλή. Η χούντα ήλθε, σαν επιστέγασμα, στην τελευταία τάξη του λυκείου. Στη διεθνή κονίστρα, ο μόνιμος και πανταχού παρών φόβος για πυρηνικό όλεθρο, μια και ζούσαμε στην  «ισορροπία του τρόμου» ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, η αγωνία κορυφώθηκε με την κρίση των πυραύλων της Κούβας, το 1962. 
Στο γυμνάσιο και λύκειο στην πιο τρυφερή ηλικία, αγόρια και κορίτσια χώρια. (Τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, όντας μεικτά, επιτέλεσαν μεγάλο κοινωνικό έργο). Επικοινωνία ανάμεσα στα δύο φύλλα υπό το κράτος του φόβου: φόβος να μην τους δει κανένα μάτι, φόβος για τα αφροδίσια, φόβος για την διατήρηση της παρθενίας, φόβος να μην το μάθει ο αδελφός. (Φίλος μού εξομολογήθηκε πρόσφατα ότι είχε σπάσει στο ξύλο την αδελφή του, μόνο και μόνο επειδή τηνέίδε να μιλάει με νεαρό στη γωνιά του δρόμου. «Τέτοιος βλάκας ήμουν τότε», συμπλήρωσε). 
Φοιτητικά χρόνια μέσα στο φόβο της χούντας. Το πανεπιστήμιο αποστειρωμένο σαν θάλαμος χειρουργείου. Με καρδιοχτύπι ακούγαμε κρυφά Θεοδωράκη. («Νομίζω πως με παρακολουθούν. Λες να με άκουσε κανείς το βράδυ που ακούω Ντόιτσε Βέλλε;» με είχε ρωτήσει  ο φίλος μου, ο Νίκος»). Δολοφονία των Κένεντι και του Λούθερ Κινγκ.
Δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας, μεσούσης τους χούντας. (Μέχρι σήμερα, ο μόνιμος εφιάλτης που επανέρχεται κάθε τόσο στα όνειρά μου είναι ότι υπηρετώ, για πολλοστή φορά, την θητεία μου).  
Πολυτεχνείο, χούντα Ιωαννίδη, Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, επιστράτευση, πρόθυρα πολέμου με Τουρκία. Η επάνοδος Καραμανλή άργησε να εξοβελίσει τον φόβο για νέα χούντα, αφού παρέμεναν τα «σταγονίδια».
Στα χρόνια που ακολούθησαν σταθεροποιήθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, ελέω ΕΟΚ, και κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Έτσι εξέλιπαν δύο φόβοι: η τοπική πολιτική αβεβαιότητα και ο πυρηνικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Τους αντικατέστησαν επαξίως νέοι:Επιδημίες (Aids, νόσος των πτηνών, των χοίρων, τρελές αγελάδες, γρίπη Η1Μ1), μόλυνση περιβάλλοντος (αλλαγή κλίματος, τρύπα όζοντος, απειλούμενη έλλειψη νερού), μεταλλαγμένα, τοπικές πολεμικές συρράξεις (Ιράκ, Σερβία, Λιβύη, Συρία, Ίμια, σεισμοί, πυρκαγιές, φόβος τσουνάμι στο Αιγαίο, τρομοκρατικές ενέργειες.  Η θρησκεία απαλύνει τον φόβο του θανάτου αλλά προσθέτει άλλους. (Τον θρησκευόμενο τον λέμε «θεοφοβούμενο»).
Ευτυχώς, δεν κατατρύχομαι από πρόσθετους προσωπικούς φόβους, (υψοφοβία, αγοραφοβία, αραχνοφοβία, κλειστοφοβία, αεροπλανοφοβία, κλπ).  
Το αίσθημα ελευθερίας μετά την μεταπολίτευση το πληρώσαμε με την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε κράτος ρεμούλας, ασυδοσίας και εικονικής ευημερίας με δανεικά. Τώρα που το μπαλόνι έσκασε, τα ξεπληρώνουμε αναδρομικά, συσωρευτικά, σε σύντομο χρόνο και με βαριά ύφεση, ανεργία, απολύσεις. Έτσι γεννήθηκε ο τελευταίος (και χειρότερος) φόβος, που θα κρατήσει για  χρόνια: ο φόβος για πτώχευση, την τύχη των αποταμιεύσεων, των συντάξεων, της εργασίας, για έξοδο από την ΕΕ, γαι επιστροφή στη δραχμή, για το μέλλον των παιδιών μας, του δικού μας και της Ελλάδας.     
Άγνωστος γράφει με σπρέι στους τοίχους της Αθήνας: «ΥΠΟΦΕΡΩ…». Εγώ θα έγραφα «ΦΟΒΑΜΑΙ…».
 Το ανθρώπινο είδος, από το λυκαυγές του, πορεύεται μέσα στον φόβο (για φυσικά φαινόμενα που θεοποιούσε και εξευμένιζε με ανθρωποθυσίες,  για ανθρωποφάγα ζώα, για θεομηνίες, λιμούς, λοιμούς, πολέμους, δικτατορίες, κλπ). Είναι καταπληκτικό ότι μεγαλουργεί παρά τους φόβους αυτούς.
Για χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα του Καζαντζάκειου  «Δεν ελπίζω τίποτα δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Τώρα ξέρω.

368. ΕΚΤΩΡ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ


Εικονίζεται το έργο μου "Έκτωρ και Ανδρομάχη" από την συλλογή "Όστρακα"
Hector and Andromache.  One of the most popular scenes of Iliad is revived here. Hector kisses goodbye his wife, Andromache, with their baby in her arms, before he rejoins his co-warriors in the battle. 

367. Ψάχνοντας το κουφετί σύννεφο

         Θα πρέπει να ήμουν πέντε χρονών, όταν η γιαγιά μου πήγε να επισκεφτεί μια φίλη της στην παρακάτω γειτονιά και με πήρε μαζί της. Εκεί γνώρισα το εγγόνι της, τον Στέφανο, περίπου στην ηλικία μου.
Ίσως να ήτανε Άνοιξη, ίσως Φθινόπωρο, απόγευμα. Από την αυλή του σπιτιού τους, όπου έπαιζα με τον Στέφανο, βλέπαμε ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού προς την Δύση. Ο ήλιος ήταν στο γέρμα του κι έβαφε με ένα υπέροχο ροζ χρώμα κάτι πουπουλένια συννεφάκια. Ο Στέφανος μού λέει: «Τα σύννεφα αυτά σαν κουφέτα δεν είναι;».
Εκείνα τα συννεφάκια έμειναν χαραγμένα στην μνήμη μου. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες το φώτιζαν με ένα παραμυθένιο χρώμα σε πολλές αποχρώσεις του ροζ. Βλέποντάς τα αιστάνθηκα νοσταλγία, χωρίς να ξέρω γιαποιο πράγμα, ανάκατη με μια δόση μελαγχολίας, ίσως γιατί το θέαμα ήταν τόσο μακρινό και άπιαστο, ίσως γιατί σε λίγο δεν θα υπήρχε πλέον.
Κάθε που βλέπω ροζ συννεφάκια στο ηλιοβασίλεμα, ψάχνω να βρω εκείνο το συγκεκριμένο, το κουφετί της νηπιακής μου ηλικίας, όταν άρχισα να ανακαλύπτω τα θαύματα του κόσμου. Ακόμη δεν το βρήκα...

366. Η άγνωστη ημερομηνία θανάτου

Το γεγονός ότι η ημερομηνία του θανάτου μας παραμένει άγνωστη (εξαιρώντας τους αυτόχειρες) κάνει την ζωή μας να έχει νόημα.
Μια ανθρώπινη κοινωνία,  στην οποία η ημερομηνία αυτή θα ήταν γνωστή, θα ήταν όχι απλά διαφορετική αλλά  εντελώς αλλιώτικη.
Η διαφορά θα ήταν τόσο μεγάλη όσο αυτή ανάμεσα σε εμάς και στους εξωγήινους.

365. Αυταπάτη περί ευτυχίας

         Είμαστε θύματα της ομαδικής αυταπάτης ότι, επειδή στην σύγχρονη εποχή έχουμε υπερεπάρκεια αγαθών είμαστε, ντε και καλά, πιο ευτυχισμένοι από τις προηγούμενες γενιές.
Αν αλήθευε αυτό, κάθε γενιά θα ήταν πιο δυστυχισμένη από την επόμενη  και πιο ευτυχισμένη από την προηγούμενή της.
Επομένως, οι αρχαίοι θα ήσαν πανδυστυχείς και οι πρωτάνθρωποι πανδυστυχέστατοι.
Αυτή η αυταπάτη εδράζεται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα αγαθά φέρνουν την ευτυχία. Αμ, δε...

364. Ανοιχτή επιστολή σε υποψήφιο αυτόχειρα λόγω χρεών

Συχνό πλέον φαινόμενο στην εποχή μας η αυτοκτονία λόγω χρεών.  Ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω. Αν είχα μπροστά μου ένα υποψήφιο αυτόχειρα λόγω χρεών θα ήθελα να του έλεγα δυο λόγια. Επειδή αυτό είναι αδύνατον, γράφω αυτή την επιστολή με την αμυδρή ελπίδα ότι ενδέχεται  να την διαβάσει. 

«Φίλε μου, κατανοώ την απόγνωση σου. Τα χρέη σε έχουν πνίξει, οι δανειστές σε κυνηγούν και σου κάνουν  τον βίο αβίωτο. Όμως, κάνε ακόμη  μια προσπάθεια για να δούμε το πρόβλημα λίγο πιο ψύχραιμα. Δεν χάθηκε το παν. Έχεις ακόμη την ζωή σου και την υγεία σου. Την οικογένειά σου και τους φίλους σου που σε αγαπούν και θα πικραθούν αν σε χάσουν. 

«Καλά όλα αυτά αλλά με τους δανειστές, τι θα γίνει;» θα με ρωτήσεις ευλόγως. Επίτρεψέ μου να σου απαντήσω με ένα ανέκδοτο. Περασμένα μεσάνυχτα και ο Ισαάκ στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι, αδυνατώντας να κοιμηθεί. Η γυναίκα  του τον ρωτά τι συμβαίνει. «Τι να συμβαίνει; Χρωστώ στον γείτονα, τον Αβραάμ, 100 λίρες που πρέπει να του επιστρέψω αύριο το πρωί, και δεν τις έχω», της είπε. Αυτό είναι το πρόβλημά σου; Θα το ταχτοποιήσω αμέσως». Σηκώνεται εκείνη ανοίγει το παράθυρο και μέσα στη νύχτα φωνάζει: «Αβραάμ, Αβραάμ, ξύπνα, θέλω να σου μιλήσω». Σε λίγο ανοίγει το απέναντι παράθυρο και ένας αγουροξυπνημένος Αβραάμ τι ρωτά: «Τι έπαθες, Σάρα, και φωνάζεις;». «Ο άντρας μου σου χρωστά λεφτά, που πρέπει να σου πληρώσει αύριο». «Ναι». «Ε, μάθε λοιπόν πως δεν έχει να σου τα δώσει» και κλείνει το παράθυρο. Γυρίζει στον άντρα της «τώρα κοιμήσου εσύ και άσε τον Αβραάμ να  ξαγρυπνά».
Αυτό που έκανε η Σάρα δεν είναι παρά η συνήθης πρακτική στον επιχειρηματικό (και όχι μόνο) κόσμο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης,  από καταβολής κόσμου. Για κάθε δάνειο που χορηγείται από τράπεζα ή ιδιώτη υπάρχουν δύο εκδοχές για τον δανειολήπτη: είτε να μπορέσει να το ξεπληρώσει είτε όχι. Όποιος δίνει δάνειο γνωρίζει ότι παίρνει αυτόν τον ρίσκο. Η αδυναμία εξόφλησης  δεν είναι ντροπή  για τον οφειλέτη, εφόσον έχει εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό ή έστω ένα μέρος αυτού, το μεγαλύτερο που μπορεί. Μομφή και ψόγος θα υπήρχε αν ήταν μπαταξής και ενώ μπορεί να αποπληρώσει δεν το κάνει για να «ρίξει» τον δανειοδότη.

Αυτά που γράφω εδώ δεν είναι θεωρητικολογίες. Στο τραπεζικό σύστημα, όπου υπηρέτησα επί δεκαετίες από διευθυντικές θέσεις, συνηθίζουμε να λέμε την βιβλική φράση, που συνοψίζει το θέμα: «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Όταν ο άλλος αποδεδειγμένα δεν έχει να σε πληρώσει, το παίρνεις απόφαση και διαγράφεις το χρέος. Αυτό δεν γίνεται μόνο με ιδιώτες και επιχειρηματίες αλλά και με ολόκληρες κυβερνήσεις.

Θα μου πεις πως όταν κάποιος πτωχεύσει,  υποβαθμίζεται σημαντικά  η ποιότητα ζωής του. Η ζωή όμως είναι τόσο ωραία που αξίζει να την ζεις  ανεξάρτητα από βιοτικό επίπεδο. Σε έσχατη ανάγκη, θα προτιμούσα να κλειστό σε μοναστήρι στο Αγιονόρος, όπου κανείς πιστωτής δεν θα με ενοχλεί, και να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε γαλήνη θαυμάζοντας τη φύση. Και όταν, ύστερα από καιρό ηρεμούσα, ίσως αποφάσιζα, με νέο κουράγιο, να επέστρεφα  σπίτι μου και να άρχιζα από την αρχή. 

Η αυτοχειρία δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα. Η αυτοχειρία είναι η μη-λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Είναι από μόνη της πρόβλημα. Κανένας δεν κερδίζει τίποτε, όλοι χάνουν. Ο δανειστής μου δεν εισπράττει δεκάρα, οι συγγενείς και φίλοι μου χάνουν ένα αγαπημένο πρόσωπο και εγώ χάνω ό,τι πολυτιμότερο και μοναδικό έχω: την ζωή μου. Όλα τα άλλα μπορεί  να είναι αναστρέψιμα. Η απώλεια της ζωής μου όχι.

Μια τελευταία λέξη. Αν εγώ δεν σε έπεισα με τα επιχειρήματά μου, τηλεφώνησε στις ειδικές γραμμές ψυχολογικής στήριξης που υπάρχουν γι’ αυτό τον σκοπό  και μίλα για το πρόβλημά σου. Αυτό το τηλεφώνημα θα είναι η πιο σημαντική κίνηση που θα έχεις κάνεις  στη ζωή σου.  Σκέψου νηφάλια. Καλή τύχη".

(Εικονίζεται το σκίτσο μου με τίτλο "Αυτόχειρ" από την συλλογή "Γελοιογραφίες")

363. Η Ποίησις φησί το άφατον

    Το ανείπωτο, μόνον η Ποίηση μπορεί να προσεγγίσει. Όταν, ύστερα από  δισεκατομμύρια χρόνια, αρχίσει να σβήνει ο ήλιος, ή όταν σε ανύποπτο χρόνο ένας μετεωρίτης χτυπήσει την γη ποιος δημοσιογράφος ή ποιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να αναφερθεί στον αφανισμό της γης και, μαζί μ’ αυτήν, στο τέλος του νοήμονος κόσμου, του μόνου γνωστού στο σύμπαν ίσαμε σήμερα; Μόνον ο Ποιητής!
    Ας αφήσουμε όμως την κοσμολογία και ας πάμε σε πιο ανθρώπινα πράγματα. Την παιδοκτονία της Μήδειας ή την αιμομιξία του Οιδίποδα ποιος άλλος μπορεί να αγγίξει, από τον τραγικό ποιητή;
    Την ανδρεία και τα πάθη των ηρώων στο Ίλιον και τις περιπέτειες του Οδυσσέα ποιος άλλος από τον Ποιητή θα μπορούσε να περιγράψει επάξια;  
    Το ύψιστο μυστήριο, τον θάνατο, μόνο η λαϊκή ποίηση μπορεί να τον  αντιμετωπίσει, όπως οι παραλογές (του Νεκρού Αδελφού, το Γιοφύρι της Άρτας),  ψαλμοί Μ. Εβδομάδας, επιτάφιοι θρήνοι (Παλαμάς, Ρίτσος). Μα, και το λαϊκό μοιρολόι ποίηση εν τέλει δεν είναι;
    Εκεί που σταματούν οι άλλες τέχνες, αρχίζει η ποίηση! Διόλου τυχαίο που πέντε από τις εννέα Μούσες ήσαν προστάτιδες των διαφόρων ειδών της ποίησης.

362. Γραμματόσημα και φαντασία

         Στην παιδική μου ηλικία, ανέξοδη διέξοδο στην οργιώδη φαντασία μου, μια και δεν υπήρχε η τηλεόραση,  έδιναν τα γραμματόσημα που συνέλεγα, κυρίως από τις γειτόνισσες με άνδρα ναυτικό.
      Το καθένα τους ήταν για μένα ένα παράθυρο στον κόσμο. Εξωτικά ονόματα χωρών, παραδείσια πτηνά,  φάτσες αρχηγών κρατών, καταρράκτες, ζώα της ζούγκλας,  τα γραμματόσημα έπαιζαν το ρόλο των σύγχρονων ντοκιμαντέρ  και ταξιδιωτικών εκπομπών. Κάποια τοπία μού δημιουργούσαν μια αφόρητη, σχεδόν οδυνηρή, επιθυμία κάποτε να τα επισκεφτώ.  
Γραμματόσημα όμως ίσον ταξινόμηση. Κατά κράτος, κατά θέμα, ή κατά σειρά, ανάλογα τα γούστα του συλλέκτη. Με μεγάλη προσοχή για να μην καταστραφεί κάποιο δοντάκι και με την χρήση της ειδικής τσιμπίδας, τα γραμματόσημα έμπαιναν στην διαφανή θηκούλα του άλμπουμ.
Με τα διπλά γραμματόσημα γινόταν ανταλλαγή με τους φίλους μου συλλέκτες. Όχι όμως στη βάση ένα-προς-ένα. Το καθένα αποκτούσε την δική του συναλλακτική αξία, που καθορίζαμε υποκειμενικά, ανάλογα με την σπανιότητα, το θέμα, το μέγεθος ή το σχήμα τους (τα ρομβοειδή και τα τριγωνικά άξιζαν παραπάνω).
Τα γραμματόσημα με ωφέλησαν πολλαπλά: ΄
Με «ταξίδεψαν» νοερά, σε μακρινές και ξωτικές χώρες, μέχρι την άκρη της γης.
Καλλιέργησαν το γούστο μου, αφού το κάθε γραμματόσημο είναι ένα έργο τέχνης που ο γραφίστας το συνθέτει σε μεγάλο μέγεθος πριν σμικρύνει σε «μέγεθος γραμματοσήμου».
Με μπόλιασαν με το μεράκι  της συλλογής κι έτσι αργότερα άρχισα να συλλέγω διάφορα, όπως σπιρτόκουτα, πεταλούδες, φιγούρες του θεάτρου σκιών, αναγνωστικά βιβλία αλλά και διάφορες σκέψεις μου που πίστευα πως άξιζε να καταγραφούν.
Τέλος, με μύησαν στην διαδικασία της ταξινόμησης. Δεν είναι εύκολο σε ένα χαοτικό πλήθος πραγμάτων να δημιουργήσω κριτήρια ταξινόμησης, να ξεχωρίζω το υλικό, να πετώ τα άχρηστα και να το οργανώνω το υπόλοιπο υλικό σε παρουσιάσιμη μορφή.
Χωρίς την διαδικασία της ταξινόμησης δεν θα μπορούσα να γράψω τα βιβλία μου. Το πλήθος των σημειώσεων που κρατώ σχετικά με το θέμα μου, μπορώ και το τιθασεύω μόνο με αυτό τον τρόπο. Μοιάζει με ένα μεγάλο κοπάδι ζώων που βόσκουν ανάκατα στην πλαγιά του βουνού, κι εγώ πρέπει να τα μαζέψω, να τα ξεχωρίσω, να διώξω τα άχρηστα  και να τα βάλω τα υπόλοιπα στη σειρά μέσα στο μαντρί.   
Σήμερα στα παιδιά τα γραμματόσημα δεν λένε τίποτε. Τα έχουν αντικαταστήσει, όπως και τόσα άλλα, η τηλεόραση και το κομπιούτερ.     

361. Οι ρήτορες κι οι λωποδύτες

Από μικρός άκουγα τους μεγάλους (δασκάλους, γονείς, γείτονες, θείους, ακόμη και λαϊκούς, αμόρφωτους ανθρώπους) να στολίζουν τον καθημερινό τους λόγο με παροιμίες και ρητά, που εγώ αποθησαύριζα.

Σαν μεγάλωσα, άρχισα να τα απο-αποθησαυρίζω και να τα χρησιμοποιώ αυθόρμητα καθώς ανάβλυζαν από μέσα μου.

Η δύναμη της παροιμίας ή του ρητού είναι μεγάλη.
Η λακωνικότητα τους, σε συνδυασμό με την ολοφάνερη σοφία τους, προσθέτουν πειθώ στην επιχειρηματολογία.

Στην εποχή μας, η χρήση της παροιμίας συρρικνώνεται.  Ο λόγος, ιδιαίτερα ο προφορικός, φτωχαίνει. Στεγνώνει.  Στην πολιτική έχουν από ετών εκλείψει οι  ρήτορες που σαγήνευαν το ακροατήριο, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ηλίας Ηλιού, ο Λεωνίδας Κύρκος, κ.ά. Ο ρήτορας τώρα ταυτίζεται με τον λαοπλάνο. Όχι τυχαία, ο Σαββόπουλο στην "Δημοσθένους λέξη" μιλά για "ρήτορες και λωποδύτες".
Ίσως γι' αυτό να φταίει η ταχύτητα  με την οποία ζούμε. Βιώνουμε τα πάντα γρήγορα και βιαστικά.  Εξ ού και τα ταχυφαγεία, το "ξεπέταγμα" (με ό,τι αυτό εννοεί),  το "ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Για παροιμίες και για ρητά (έστω και πάνσοφα) είμαστε τώρα;

360. H ζαχαρίνη και τα βιβλία

         Τα βιβλία με τα οποία απλά περνάς ευχάριστα την ώρα σου μοιάζουν με την ζαχαρίνη που σε γλυκάνει χωρίς να σε τρέφει, αφού δεν έχει ούτε μια θερμίδα.
Αντιθέτως, τα βιβλία που σε μορφώνουν, σε προβληματίζουν, σε κάνουν να σκέφτεσαι μοιάζουν με την ζάχαρη: σε γλυκαίνει και ταυτόχρονα σε θρέφει.
Το «κόστος ευκαιρίας» υπάρχει και στην ανάγνωση. Επειδή δεν μπορείς να διαβάσεις άπειρα βιβλία, το να διαβάσεις ένα βιβλίο-ζαχαρίνη σου κοστίζει την μη ανάγνωση, στον ίδιο χρόνο, ενός βιβλίου-ζάχαρη.
Έχω γίνει ιδιαίτερα επιλεκτικός στα βιβλία που διαβάζω. Δεν διστάζω να παρατήσω στη μέση ένα βιβλίο εάν διαπιστώσω ότι δεν με καλύπτει, δίχως να λυπάμαι τα χρήματα που έδωσα για να το αγοράσω. Εξ άλλου, την αγορά ενός βιβλίου μπορείς να την δεις και σαν επένδυση. Όλες οι επενδύσεις δεν είναι κερδοφόρες, υπάρχουν και ζημιογόνες. Κερδίζω όμως τον χρόνο που θα σπαταλούσα διαβάζοντας ένα μέτριο βιβλίο, ενώ στη θέση του διαβάζω κάποιο καλό. Το κέρδος αυτό δεν μετριέται με χρήματα.  

359. Ήλιος και δάκρυα

          Απογειώνεσαι με το αεροπλάνο κάτω από μαύρα, βαριά σύννεφα, μέσα σε αστραπόβροντα, κεραυνούς, νεροποντές, χιώνα και χάλαζα.
      Σε λίγο ταξιδεύεις πάνω από τα σύννεφα σε ένα λαμπρό ήλιο, που, αδιάφορος με τα τεκταίνομενα κάτω από τα πόδια του, χαμογελά και καρτερεί με υπομονή να φύγουν τα σύννεφα για να στεγνώσει τη γη. 
       Κάπως έτσι δεν είναι και οι ανθρώπινες δυσκολίες και συμφορές; Στο τέλος πάντα βγαίνει ο ήλιος που στεγνώνει τα δάκρυα...

358. Το δένδρο και το σαλιγκάρι

       Τρώμε με ευχαρίστηση τους καρπούς των δέντρων και των φυτών, που είναι γεμάτα χυμούς. Οι χυμοί αυτοί αποτελούνται από νερό που ρουφάνε οι ρίζες. Και όμως, θα ήταν αδιανόητο να πιούμε το νερό αυτό, ανακατεμένο με λάσπη και χώμα, πριν το φιλτράρει το φυτό ή το δέντρο. Μάλιστα, κάποια δέντρα μπορεί να έχουν τις ρίζες τους μέσα σε υπονόμους ή σε ενεργούς βόθρους. Στην κατοχή, οι αγρότες λίπαιναν το χωράφι τους με λύματα που κουβαλούσαν από τους οικιακούς βόθρους. Επομένως, το φυτά και τα δέντρα ενεργούν ως φυσικά φίλτρα που κάνουν καλά την δουλειά τους.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ζώα. Για παράδειγμα το κρέας του χοίρου δεν περιέχει καμία βρομιά από τα μύρια όσα σιχαμερά που τρώγει, περιλαμβανομένων και των ακαθαρσιών. Αντίθετα, πολύς κόσμος σιχαίνεται να φάει σαλιγκάρια, που τρώνε μόνο φύλλα. 
Συμπέρασμα: Όλα είναι μια ιδέα…
(Εικονίζεται το έργο μου "Σαλιάρισμα" από την συλλογή "'Οστρακα")

357. Tα αγχολυτικά μαστορέματα

Το μαστόρεμα είναι πνευματική άσκηση και μάλιστα άσκηση επινοητικότητας. Δεν αρκεί να "πιάνουν τα χέρια σου" για να δουλεύεις τα εργαλεία και τα υλικά. Πρέπει να κόβει το μυαλό και να δουλεύει η φαντασία. Μόνο έτσι μπορείς να επισκευάζεις κάτι χωρίς να έχεις το κατάλληλο ανταλλακτικό ή να βρίσκεις τεχνική λύση σε δύσκολες καταστάσεις.

Πριν από χρόνια, απόκτησα ένα παλιό, πέτρινο, σπίτι στο χωριό. Η ξύλινη ψευδοροφή ήταν σαν σουρωτήρι, αφού με τα χρόνια οι ρόζοι ξεμποσικάρανε, πέσανε κι από τις τρύπες φαίνονταν τα κεραμίδια. Κάθε τρύπα είχε διαφορετικό μέγεθος, σχήμα και γωνία ως προς το σανίδι. Πώς να τις ταπώσω; Σκέφτηκα και σκαρφίστηκα τη λύση. Ανακάτεψα ατλακόλ (κόλλα ξυλουργική, σαν γιαούρτι), πριονίδι και κάσια (βαφή ξύλων). Με το μείγμα, που έμοιαζε με σοκολατένιο πολτό- στοκάρισα τις τρύπες που ξαναβρήκαν τους "ρόζους" τους. Πέρασα το ταβάνι με διαφανές βερνίκι που ανέδειξε το χρώμα και τα νερά του ξύλου  κι έγινε καινούργιο. 

Για πολλά χρόνια, το εργαστήρι που έστησα στο κατώι του σπιτιού ήταν το  καταφύγιό μου. Εκεί τρύπωνα συχνά τα Σαββατοκύριακα ύστερα από μια εβδομάδα δουλειάς  στο γραφείο, αγχωμένος και κουρασμένος πνευματικά. Η συγκέντρωση  της σκέψης μου να βρω λύσεις στα μικρά τεχνικά προβλήματα άδειαζαν το μυαλό μου από τις έννοιες.  Η επιτυχία της επισκευής  με γέμιζε ικανοποίηση. Όταν έβγαινα ήμουν κουρασμένος σωματικά αλλά ξεκούραστος ψυχικά.

(Εικονίζεται το έργο μου "Επίπληξη" από τη συλλογή "Εργαλεία")

356. Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Εικονίζεται το έργο μου "Ο ήρωας του 1821 στρατηγός Μακρυγιάννης" από την συλλογή "Σινική σε βότσαλο"

Αλήθεια, τι θα του απαντούσαν οι πολιτικοί μας αν τους ρωτούσε πώς κατάντησαν σήμερα την Ελλάδα;  

355. Τι δεν είπαν οι αρχαίοι Έλληνες

         Ανασκαλεύοντας στη μνήμη μου τις αριθμητικές παραστάσεις που μάθαμε στο σχολείο, θυμάμαι κάποια σύνθετα κλάσματα των οποίων οι όροι (αριθμητής και παρονομαστής) αποτελούνταν από ρίζες, κλάσματα κλπ. Όταν  όμως έκανες τις σχετικές πράξεις απλοποίησης κατέληγες σε ένα μικρό κλάσμα, ας πούμε ½.
Παρομοιάζοντας τη ζωή μας με ένα πολύπλοκο κλάσμα, όταν κάνεις τις απλοποιήσεις καταλήγεις σε μια μικρή λέξη: αγάπη.
Παραδόξως, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ενώ μίλησαν για τα πάντα λησμόνησαν την αγάπη. Για αυτήν μίλησε μόνον ο Iησούς, βάζοντάς την στο κέντρο της διδασκαλίας του.

354. Η γηραιά φιλόλογος

          Μία από τις καθηγήτριές μου στο γυμνάσιο, εκτός από δεινή φιλόλογος, ήταν και ποιήτρια, με πολλές ποιητικές συλλογές. Την τελευταία την εξέδωσε πρόσφατα, ούσα υπέργηρη. Ήθελε να στείλει από ένα αντίτυπο σε καμιά δεκαριά παλιούς μαθητές της.
      Λόγω της υγείας της όμως μόνο στα τρία βιβλία κατώρθωσε να γράψει την αφιέρωση, όπως έκανε παλιά. Για τα υπόλοιπα εγκατέλειψε την προσπάθεια. 
     Μού διηγήθηκε με απόγνωση το πρόβλημά της στο τηλέφωνο και την παρηγόρησα: «δεν έχει καμιά σημασία η αφιέρωση, εμείς ξέρουμε πόσο πολύ μας αγαπάτε! Είναι σαν να την γράψατε».
Όταν παρέλαβα το δικό μου αντίτυπο, το ένα από αυτά με «αφιέρωση», είδα τι εννοούσε. Ο γραφικός χαρακτήρας είχε γίνει σαν παιδικός, οι σειρές έγερναν προς τα κάτω, γράμματα έλλειπαν από τις λέξεις. Έμοιαζε σαν να είχε γραφεί από αναλφάβητο που πάσχιζε να «ψελλίσει» εγγράφως δυο λόγια. Κι όμως, το ίδιο χέρι είχε γεμίσει χιλιάδες ορθογραφημένα και καλλιγραφημένα χειρόγραφα. «Ου γαρ έρχεται μόνον».
Ευτυχώς εγώ γράφω, τώρα πια, στον υπολογιστή. Εφόσον φτάσω στην ηλικία της, άραγε αυτό θα με σώσει; Ή θα πατάω  άλλα αντ' άλλων πλήκτρα και θα βγαίνουν ασυναρτησίες;
(Εικονίζεται το έργο μου "Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας" από την συλλογή "Σινική σε βότσαλο")

353. Σαράντα ραβδισμοί

          Η συνάδελφος που επέστρεψε από επαγγελματικό ταξίδι στην Σιγκαπούρη ήταν εντυπωσιασμένη από δύο πράγματα που είδε εκεί: την εφαρμογή των νόμων και την χαρούμενη όψη των κατοίκων. To δεύτερο ίσως είναι αποτέλεσμα του πρώτου.
Θυμάμαι, πριν κάμποσα χρόνια, ένας νεαρός Αμερικανός συνελήφθη στην Σιγκαπούρη επειδή χάραξε με κλειδί ένα αυτοκίνητο. Η ποινή που προέβλεπε ο νόμος ήταν 40 ραβδισμοί στην πλάτη. Ήταν όμως δυνατόν ένας Αμερικανός πολίτης να υποστεί τέτοιο εξευτελισμό; Μάταια οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν λυτούς και δεμένους για να πείσουν τις αρχές να αλλάξουν την ποινή. Μέχρι και ο τότε πρόεδρος, ο Κλίντον, είχε επέμβει. Τελικά, η μόνη τους υποχώρηση ήταν τα χτυπήματα να είναι μαλακά. Ο νεαρός μετά την εκτέλεση της ποινής πήγε σπίτι αντί στο νοσοκομείο όπου θα κατέληγε διαφορετικά. 
Σχετικό περιστατικό μου διηγήθηκε Έλληνας επιχειρηματίας. Περιμένοντας στο αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης να αναχωρήσει, άναψε πούρο. Ο φύλακας τον πλησίασε και του έδειξε την απαγορευτική πινακίδα. Εκείνος ζήτησε συγγνώμη, έριξε το πούρο στο πάτωμα και το έσβησε πατώντας το. Ο φύλακας του ζήτησε πρόστιμο διακόσια δολάρια για το παράνομο κάπνισμα και  τριακόσια για την ρύπανση. «Μα, δεν έχω μαζί μου πεντακόσια δολάρια» διαμαρτυρήθηκε ο επιχειρηματίας. «Κανένα πρόβλημα» συνέχισε απτόητος εκείνος. «Σε πόσην ώρα φεύγει το αεροπλάνο σας;». «Σε μία ώρα». Ο φύλακας του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην αποθήκη, του έδωσε φαράσι, σκούπα και την ειδική ρόμπα των καθαριστών. Ο επιχειρηματίας την φόρεσε αδιαμαρτύρητα. Μάλιστα, επειδή είναι μεγαλόσωμος και δεν τον χωρούσε, πέρασε το χέρι του στο ένα μόνο μανίκι.  Επί μία ώρα σκούπιζε τους χώρους του αεροδρομίου. «Μα, γιατί δέχτηκες;», τον ρώτησα. «Επειδή δεν είχα άλλη επιλογή» απάντησε αφοπλιστικά.   
Η Σιγκαπούρη ευημερεί οικονομικά επειδή προσελκύει επενδύσεις. Το επιτυγχάνει επειδή κάνει ακριβώς το αντίθετο από εμάς. Εφαρμόζει τους νόμους της, χωρίς εξαίρεση, έχει σταθερό φορολογικό καθεστώς και περιορισμένη γραφειοκρατία και διαφθορά.
Ο νόμος δεν εφαρμόζεται μόνο στη Σιγκαπούρη. Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Γερμανίας αναγκάστηκε σε παραίτηση επειδή, πριν από χρόνια, πήρε στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους βάζοντας μέσο. Στο παρελθόν, Αυστραλός υπουργός εκδιώχθηκε επειδή δέχθηκε ως δώρο από Κουβανό αξιωματούχο ένα κουτί πούρα Αβάνας με αξίας άνω του ορίου των πεντακοσίων δολαρίων Αυστραλίας που προβλέπει ο νόμος. «Μα, στην Κούβα, αυτό το κουτί πουλιέται διακόσια δολάρια», ισχυρίστηκε εκείνος. «Ναι, αλλά στην Αυστραλία, μετά τους φόρους, πουλιέται εξακόσια»  αντέτειναν οι άλλοι.
Όταν ο Έλληνας βρεθεί στο εξωτερικό, αλλάζει άρδην συμπεριφορά. Ξέρει ότι εκεί δεν σηκώνει να κάνει τον καμπόσο και μεταμορφώνεται σε υπάκουο πολίτη. Θρασυδειλία; Ίσως.
Ας ελπίσουμε ότι ανάμεσα στα πολλά που θα αλλάξουν αναγκαστικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε θα είναι και η συμπεριφορά μας απέναντι στο νόμο. Άλλωστε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε, δεν έχουμε άλλη επιλογή.    

352. Ο Θεός κι εγώ

Ύστερα από προβληματισμούς πολλών ετών σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: Λόγω της φύσεως του θέματος είναι αδύνατον να υπάρξουν αποδείξεις είτε για την ύπαρξη είτε για την μη ύπαρξη του. Επομένως, ο προβληματισμός αυτός, σε τελευταία ανάλυση, είναι ματαιοπονία.

Το ερώτημα τίθεται σε διαφορετικό επίπεδο. Εγώ, προσωπικά, χρειάζομαι την ύπαρξη του Θεού ή όχι; Χρειάζομαι την πίστη αυτή ως βοηθό στις δυσκολίες της ζωής, ως ύστατη παρηγοριά και καταφυγή, ως απάντηση στα μεταφυσικά μου ερωτηματικά; Αν την χρειάζομαι, τότε για μένα υπάρχει θεός. Αν όχι,  δεν υπάρχει.

Είναι ανόητο, ανέντιμο και αντιφατικό εκ μέρους μου, όσο δεν Τον χρειάζομαι να πιστεύω πως δεν υπάρχει και μόλις τον χρειασθώ να προστρέχω σ’ Αυτόν.

351. Η γαϊδουριά καπνιστών

         Η ανάγκη  μερικών καπνιστών να ικανοποιήσουν το πάθος τους είναι τόσο μεγάλη που δεν διστάζουν να αγνοούν κάθε έννοια στοιχειώδους κοινωνικής συμπεριφοράς, αδιαφορώντας για την ενόχληση που προκαλούν. Μέσα σε ένα μόνο Σαββατοκύριακο σημείωσα τρία περιστατικά:
Σάββατο πρωί συναντήθηκα φίλο μου στην καφετέρια της γειτονιάς. Σε λίγο ήλθε δίπλα μας ένα ζευγάρι με τρία  παιδιά, το ένα μωρό. Κάποια στιγμή ο φίλος μου  πήγε να ανάψει τσιγάρο. Του ζήτησα να κάνει υπομονή και να μην καπνίσει γιατί σε λίγο θα φεύγαμε. «Δεν σκέπτεσαι τα  διπλανά παιδάκια, που θα τα ντουμανιάσεις;» ποντάρισα στο πατρικό του φίλτρο. Εκείνος άναψε το τσιγάρο με ένα «έλα, μωρέ, τώρα».  
Το ίδιο βράδυ βρέθηκα με την παρέα μου σε ένα μικρό ρεστοράν. Η φίλη μας, συνταξιούχος χειρουργός και μανιώδης καπνίστρια έβγαλε τα τσιγάρα της. Οι άλλοι της θύμισαν  ότι η γυναίκα μου ενοχλείται πολύ από τον καπνό. «Κι εγώ πού θα καπνίσω;» ρώτησε. Οι άλλοι της είπαν ότι μπορεί να πάει έξω, όπως οι άλλοι θαμώνες. «Σιγά, να μην τρέχω τώρα έξω» είπε. Και, άναψε τσιγάρο.
Την επόμενη μέρα ήμασταν καλεσμένοι σε βάφτιση. Στο τραπέζι που ακολούθησε στην ταβέρνα, η κόρη φίλου μου, έγκυος στον έβδομο μήνα, κάπνιζε του καλού καιρού εν  μέσω άλλων παιδιών. «Καλά, δεν  φοβάσαι ότι το κάπνισμα μπορεί να κάνει κακό στο έμβρυο;» την ρώτησα απορημένος. «Θα δείξει», απάντησε αδιάφορα. Αφού το πάθος της την έκανε να μην λογαριάζει την υγεία του δικού της παιδιού, που περιμένει με τόση λαχτάρα, θα σεβόταν των  άλλων;
Αυτά τα περιστατικά δεν είναι η εξαίρεση. Είναι λίγα από τα πολλά που συναντώ συχνά. Οι περισσότεροι καπνιστές σέβονται τους άκαπνους  και φουμάρουν μόνο όπου επιτρέπεται ή αφού προηγουμένως ζητήσουν την άδειά τους. Οι ασυνείδητοι όμως δεν είναι λίγοι. Μόνον όταν βρεθούν στο εξωτερικό συμμορφώνονται και γίνονται παναγίες. Όταν επιστρέφουν στη χώρα μας, ξαναφορούν την ονή τους (κοινώς γαϊδουροτόμαρο).

350. Ησυχία, οι Ισπανοί κοιμούνται…

Γράφει ο τύπος:

"Συγγνώμη από τους Ισπανούς ζήτησε ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος, ο οποίος εν μέσω κρίσης, πήγε διακοπές στην Μπουτσουάνα, όπου επιδόθηκε σε σαφάρι ελεφάντων.
Στην Μποτσουάνα, ο μονάρχης δεν ήταν μόνος του. Φέρεται ότι συνοδευόταν από την Κορίνα τσου Ζάιν-Βιτγκεστάιν, 46 ετών, «στενή του φίλη», η οποία υποτίθεται ότι οργάνωσε το σαφάρι. Η πριγκίπισσα Κορίνα δεν είναι η μοναδική «στενή φίλη» του Χουάν Κάρλος. Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Πιλάρ Εϊρε, «η βασίλισσα Σοφία είναι η πιο μόνη γυναίκα στην Ισπανία, καθώς η συζυγική της ζωή έχει εξελιχθεί σε τραγωδία». Στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε προ δύο μηνών, με τίτλο «Η μοναξιά της Βασίλισσας: Σοφία, μια ζωή», η δημοσιογράφος ισχυρίζεται ότι ο βασιλιάς της Ισπανίας έχει αδυναμία στο γυναικείο φύλο, τόσο μεγάλη που οι ερωμένες του υπολογίζονται σε... 1.500".

Εμείς τον δικό μας τον διώξαμε προ πολλού.
Εσείς, Ισπανοί, ακόμη κοιμάστε;

349. Πριν και μετά εκατό χρόνια

         Κάτι διάβαζα για τους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-13. Για φαντάσου, σκέφτηκα, πέρασαν από τότε εκατό χρόνια. Πολύ μακρινή εποχή. Από τους προγόνους μου, που ζούσαν τότε, κανένας, φυσικά, δεν υπάρχει. Ο κρίκος στην αλυσίδα των προγόνων μου σταματά στους παππούδες μου. Για τους γονείς εκείνων δεν γνωρίζω τίποτε, ούτε φωτογραφίες δεν έχω.   
Ύστερα από εκατό χρόνια, το 2112, δεν θα ζω εγώ, ούτε ο γιος μου, ούτε τα μελλοντικά εγγόνια μου. Τα δισέγγονά μου, εάν γεννηθούν, θα αγνοούν την ύπαρξη μου, όπως εγώ την ύπαρξη του προπάππου μου. Θα μου πεις, με τα σημερινά μέσα, μπορώ να τους αφήσω φωτογραφίες, κείμενα, έργα μου. Ανόητη ματαιοδοξία.
Διακόσια χρόνια, λοιπόν. Πόσο τεράστιος χρόνος για μένα και πόσο απειροελάχιστος μπροστά στα 14,5 δισεκατομμύρια χρόνια από την δημιουργία του σύμπαντος.  
Ύστερα από αυτές τις σκέψεις αισθάνομαι πως αγαπώ περισσότερο τους ανθρώπους, την φύση, την ζωή.